Φράση (φράση ρήματος)
/wɪn bæk/
Η φράση "win back" σημαίνει να επανακτήσεις κάτι που έχει χαθεί ή να ξανακερδίσεις την εμπιστοσύνη κάποιου ή κάτι. Στη γλώσσα των Αγγλικών, χρησιμοποιείται συχνά σε πλαίσια που αφορούν επανακατάκτηση σχέσεων, πελατών ή άλλων θετικών αποτελεσμάτων. Είναι αρκετά διαδεδομένη στη γραπτή και προφορική επικοινωνία, κυρίως στον επιχειρηματικό τομέα, τη διαφήμιση και τις σχέσεις.
We need to find a way to win back the customers we lost last year.
Χρειαζόμαστε να βρούμε έναν τρόπο να ανακτήσουμε τους πελάτες που χάσαμε πέρυσι.
After the argument, he wanted to win back her trust.
Μετά την αντιπαράθεση, ήθελε να επανακτήσει την εμπιστοσύνη της.
The company launched a new campaign to win back their former clients.
Η εταιρεία ξεκίνησε μια νέα καμπάνια για να ξανακερδίσει τους πρώην πελάτες της.
Η φράση "win back" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε χαρακτηριστικές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες έννοιες σε προτάσεις:
To win back your old friends, sometimes you need to change your approach.
Για να ξανακερδίσεις τους παλιούς σου φίλους, μερικές φορές χρειάζεται να αλλάξεις την προσέγγισή σου.
Winning back lost love takes time and effort.
Η επανακατάκτηση μιας χαμένης αγάπης χρειάζεται χρόνο και προσπάθεια.
He made several attempts to win back his position in the company.
Έκανε πολλές προσπάθειες να επανακατακτήσει τη θέση του στην εταιρεία.
It’s not easy to win back trust once it is broken.
Δεν είναι εύκολο να ξανακερδίσεις την εμπιστοσύνη μόλις αυτή σπάσει.
Η φράση "win back" προέρχεται από τον συνδυασμό του ρήματος "win" που σημαίνει "κερδίζω" και τον προσδιοριστικό όρο "back" που υποδηλώνει την επαναφορά ή επιστροφή. Ο συνδυασμός αυτός έχει καθιερωθεί στη γλώσσα για να εκφράσει την έννοια της ανάκτησης.
Συνώνυμα: - reclaim - regain - retrieve
Αντώνυμα: - lose - forfeit - abandon
Αυτή είναι μια αναλυτική παρουσίαση της φράσης "win back," περιλαμβάνοντας τη σημασία, χρήση, παραδείγματα και σχετικές πληροφορίες.