"Wire finder" είναι ουσιαστικό.
/ˈwaɪər ˈfaɪndər/
Ο όρος "wire finder" αναφέρεται συνήθως σε ένα εργαλείο ή συσκευή που χρησιμοποιείται για την ανίχνευση και την ταυτοποίηση καλωδίων ή ηλεκτρικών γραμμών, κυρίως σε τοίχους ή άλλες επιφάνειες. Συχνά χρησιμοποιείται από ηλεκτρολόγους και τεχνικούς για να βρουν καλώδια πριν από την τοποθέτηση ή την επισκευή.
Η χρήση του "wire finder" είναι αρκετά συχνή στους τεχνικούς και βιομηχανικούς τομείς, κυρίως σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με τον ηλεκτρολογικό εξοπλισμό.
Ο ηλεκτρολόγος χρησιμοποίησε έναν ανακριτή καλωδίων για να εντοπίσει τα ζωντανά καλώδια.
"Before drilling, it's wise to use a wire finder."
Η φράση "wire finder" δεν είναι κοινή στην αγγλική γλώσσα ως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα που σχετίζονται με την ηλεκτρολογία. Μερικές προτάσεις που δείχνουν την χρήση της είναι:
Έπρεπε να βασιστεί στον ανακριτή καλωδίων του κατά τη διάρκεια της ανακαίνισης.
"Using a wire finder can save you from damaging hidden cables."
Η χρήση ενός ανακριτή καλωδίων μπορεί να σας γλυτώσει από το να βλάψετε κρυφά καλώδια.
"A wire finder is essential for any home improvement project."
Η λέξη "wire" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική λέξη "wir", που σημαίνει νήμα ή σύρμα. Ο όρος "finder" προέρχεται από τη λέξη "find," που σημαίνει να εντοπίσεις ή να ανακαλύψεις. Συνδυάζοντας τις δύο λέξεις προκύπτει το εργαλείο που χρησιμοποιείται για την ανίχνευση καλωδίων.
Συνώνυμα: - Cable locator (Εντοπιστής καλωδίων) - Wire detector (Ανιχνευτής καλωδίων)
Αντώνυμα: - Wire obscurer (Μαύρο καλώδιο, με την έννοια της απόκρυψης του καλωδίου) - Wire destroyer (Καταστροφέας καλωδίων)
Αυτές οι πληροφορίες αντικατοπτρίζουν την χρήση και την σημασία του όρου "wire finder" στην αγγλική γλώσσα.