Ο όρος "wireline equipment" είναι ένα σύνθετο ουσιαστικό.
/wai̇ərˌlaɪn ɪˈkwɪpmənt/
Ο όρος "wireline equipment" αναφέρεται σε εξοπλισμό που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά δεδομένων ή σημάτων μέσω καλωδίων, συχνά στον τομέα των τηλεπικοινωνιών ή της γεωτρητικής βιομηχανίας. Στην Αγγλική γλώσσα, χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά και βιομηχανικά συμφραζόμενα.
Η συχνότητα χρήσης είναι αρκετά υψηλή σε επαγγελματικά και τεχνικά κείμενα, ενώ λιγότερο συχνά χρησιμοποιείται στον προφορικό λόγο.
The wireline equipment was essential for the data transmission.
Ο εξοπλισμός καλωδίων ήταν απαραίτητος για τη μεταφορά δεδομένων.
We had to upgrade the wireline equipment to improve the signal quality.
Έπρεπε να αναβαθμίσουμε τον εξοπλισμό καλωδίων για να βελτιώσουμε την ποιότητα του σήματος.
Maintenance of wireline equipment is crucial for uninterrupted service.
Η συντήρηση του εξοπλισμού καλωδίων είναι κρίσιμη για την απρόσκοπτη εξυπηρέτηση.
Ο όρος "wireline" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις ή τεχνικούς όρους:
Wireline vs Wireless Communication
Σύγκριση μεταξύ επικοινωνίας μέσω καλωδίων και ασύρματης επικοινωνίας.
Example: The debate on wireline vs wireless communication continues in the tech community.
Η συζήτηση για την επικοινωνία μέσω καλωδίων και την ασύρματη επικοινωνία συνεχίζεται στην τεχνολογική κοινότητα.
Wireline services in the oil industry
Υπηρεσίες καλωδίων στη βιομηχανία πετρελαίου.
Example: Wireline services are critical for logging and monitoring in oil wells.
Οι υπηρεσίες καλωδίων είναι κρίσιμες για την εκτίμηση και παρακολούθηση σε πηγάδια πετρελαίου.
Wireline tools for downhole applications
Εργαλεία καλωδίων για εφαρμογές κάτω από το έδαφος.
Example: The technician used wireline tools for the downhole inspection.
Ο τεχνικός χρησιμοποίησε εργαλεία καλωδίων για την επιθεώρηση κάτω από το έδαφος.
Ο όρος "wireline" προέρχεται από την αγγλική λέξη "wire" (καλώδιο) συνδυασμένη με την λέξη "line" (γραμμή), που αναφέρεται στην ιδέα μιας γραμμής μεταφοράς δεδομένων μέσω καλωδίου.
Αυτός είναι ο εκτενής οδηγός για τον όρο "wireline equipment".