Η φράση "with frequent stops" λειτουργεί ως επιρρηματική φράση. Ειδικότερα, "frequent" είναι επίθετο και "stops" είναι ουσιαστικό στον πληθυντικό.
/wɪð ˈfriːkwənt stɑːps/
Η φράση "with frequent stops" αναφέρεται σε μια δράση, μια διαδρομή ή μια διαδικασία που περιλαμβάνει πολλές στάσεις ή διαλείμματα. Χρησιμοποιείται συχνά στις περιγραφές ταξιδιών, μεταφορών, ή διαδικασιών που δεν είναι συνεχείς.
Η συχνότητα χρήσης είναι αρκετά κοινή, περισσότερο στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε συζητήσεις για ταξίδια ή δημόσιες συγκοινωνίες, αλλά και στα γραπτά.
The bus travels slowly with frequent stops.
(Το λεωφορείο ταξιδεύει αργά με συχνές στάσεις.)
Driving in the countryside with frequent stops allows you to enjoy the scenery.
(Η οδήγηση στην εξοχή με συχνές στάσεις σας επιτρέπει να απολαύσετε το τοπίο.)
Η φράση "with frequent stops" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως μπορεί να περιγραφεί σε διάφορα πλαίσια. Ορισμένες σχετικές ιδιωματικές εκφράσεις που την περιλαμβάνουν θα είναι περισσότερο περιγραφικές και σχετικές με ταξίδια, όπως:
We decided to take the long route with frequent stops to see all the attractions.
(Αποφασίσαμε να πάρουμε τη μακρά διαδρομή με συχνές στάσεις για να δούμε όλα τα αξιοθέατα.)
The train's schedule indicates it runs with frequent stops throughout the city.
(Το πρόγραμμα του τρένου δείχνει ότι λειτουργεί με συχνές στάσεις σε όλη την πόλη.)
Traveling with frequent stops can be tiring but also rewarding.
(Η ταξινόμηση με συχνές στάσεις μπορεί να είναι κουραστική αλλά και ανταμειφτική.)
Συνώνυμα: - with regular breaks - with many halts
Αντώνυμα: - with continuous travel - without stops