Φράση (συμμετοχή σε διαφορισμένα μέρη του λόγου)
/wɪð ˈlɑːrsənəs ɪnˈtɛnt/
Η φράση "with larcenous intent" αναφέρεται σε πράξεις που διαπράττονται με κλοπή ή με σκοπό την κλοπή. Η φράση υποδηλώνει ότι το άτομο έχει την πρόθεση να αποκτήσει κάτι παράνομα, συνήθως με τη μορφή κλοπής. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά ή ποινικά συμφραζόμενα. Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, π.χ. σε νομικά έγγραφα, αναφορές και άρθρα.
Ο κατηγορούμενος κατηγορήθηκε με κλεπτομανή πρόθεση αφού συνελήφθη να κλέβει ένα ποδήλατο.
She had entered the store with larcenous intent, hoping to take items without paying.
Είχε μπει στο κατάστημα με κλεπτομανική διάθεση, ελπίζοντας να πάρει αντικείμενα χωρίς να πληρώσει.
The law clearly defines actions taken with larcenous intent as criminal behavior.
Η φράση "larcenous intent" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως η έννοιά της μπορεί να χρησιμοποιείται με διαφορετούς τρόπους σε διάφορα συμφραζόμενα:
Η διάπραξη μιας πράξης με κλεπτομανή πρόθεση μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές νομικές συνέπειες.
He was found guilty of conspiracy to commit theft, planning everything with larcenous intent.
Βρέθηκε ένοχος σύμπραξης για κλοπή, σχεδιάζοντας τα πάντα με κλεπτομανή πρόθεση.
The security camera captured his actions, proving he approached the vehicle with larcenous intent.
Η λέξη "larcenous" προέρχεται από τη λατινική λέξη "larcinare," που σημαίνει «να κλέβεις», και η λέξη "intent" προέρχεται από τη λατινική "intentus," που σημαίνει «κατευθυνμένος προς», «στραμμένος». Συνολικά οι λέξεις μαζί περιγράφουν μια κατάσταση κατεύθυνσης προς τη δράση της κλοπής.
Συνώνυμα: - με πρόθεση κλοπής - με σκοπό κλοπής
Αντώνυμα: - με καλή πρόθεση - με ειλικρινές σκοπό