Η φράση "with prominent eyes" αποτελεί έκφραση που περιέχει ένα πρόθσευγμα (with) και δύο ουσιαστικά (eyes) με ένα επίθετο (prominent).
/wɪð ˈprɒmɪnənt aɪz/
Η φράση "with prominent eyes" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που έχει μάτια που ξεχωρίζουν ή είναι ιδιαίτερα έντονα σε εμφάνιση. Συχνά χρησιμοποιείται σε περιγραφές προσώπων, περιστατικών ή λογοτεχνικών έργων. Η συχνότητα χρήσης της φράσης ποικίλει, αλλά μπορεί να βρεθεί σε γραπτές περιγραφές, όπως σε μυθιστορήματα ή άρθρα. Αποτελεί περισσότερο γλωσσικό χαρακτηριστικό που μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο.
She was a stunning model, with prominent eyes that captivated the audience.
(Ήταν μια εντυπωσιακή μοντέλο, με έντονα μάτια που μαγνήτιζαν το κοινό.)
The character in the novel was described as with prominent eyes that sparkled with intelligence.
(Ο χαρακτήρας στο μυθιστόρημα περιγραφόταν με προεξέχοντα μάτια που έλαμπαν από εξυπνάδα.)
Η φράση "with prominent eyes" δεν είναι κατευθείαν μέρος γνωστών ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να συνδεθεί με διάφορες περιγραφές:
- "with prominent eyes and a fierce gaze"
(με προεξέχοντα μάτια και σφοδρή ματιά)
- This made her look both approachable and intimidating.
(Αυτό την έκανε να φαίνεται και προσβάσιμη και απειλητική.)
Το επίθετο "prominent" προέρχεται από το λατινικό "prominens", που σημαίνει "ξεχωριστός, προεξέχων". Το ουσιαστικό "eye" προέρχεται από το αρχαίο αγγλικό "ēage", το οποίο αναφέρεται στη φυσική όραση.
Συνώνυμα:
- noticeable eyes (παρατηρήσιμα μάτια)
- striking eyes (εντυπωσιακά μάτια)
Αντώνυμα:
- dull eyes (θαμπά μάτια)
- unremarkable eyes (συνηθισμένα μάτια)