Η φράση "withdrawal rate" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/wɪðˈdrɔːəl reɪt/
Η φράση "withdrawal rate" αναφέρεται συνήθως στον ρυθμό με τον οποίο τα χρήματα αποσύρονται από έναν λογαριασμό ή από ένα επενδυτικό ταμείο. Χρησιμοποιείται συχνά σε οικονομικά και χρηματοοικονομικά συμφραζόμενα, όπως συνταξιοδοτικά ταμεία ή αποταμιευτικούς λογαριασμούς. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα μεταξύ επαγγελματιών χρηματοοικονομικών.
The withdrawal rate from the retirement fund needs to be monitored closely.
(Ο ρυθμός απόσυρσης από το συνταξιοδοτικό ταμείο πρέπει να παρακολουθείται προσεκτικά.)
A higher withdrawal rate could potentially deplete the savings quickly.
(Ένας υψηλός ρυθμός απόσυρσης θα μπορούσε δυνητικά να εξαντλήσει τα αποθέματα γρήγορα.)
Η φράση "withdrawal rate" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορους ιδιωματικούς εκφράσεις:
The bank has a limit on the withdrawal rate to prevent quick depletion of funds.
(Η τράπεζα έχει όριο στον ρυθμό απόσυρσης για να αποτρέψει την γρήγορη εξάντληση των κεφαλαίων.)
Understanding the withdrawal rate is crucial for financial planning.
(Η κατανόηση του ρυθμού απόσυρσης είναι κρίσιμη για τον οικονομικό σχεδιασμό.)
Many investors are concerned about the withdrawal rate during market downturns.
(Πολλοί επενδυτές ανησυχούν για τον ρυθμό απόσυρσης κατά τη διάρκεια υποχωρήσεων της αγοράς.)
A sustainable withdrawal rate ensures long-term financial stability.
(Ένας βιώσιμος ρυθμός απόσυρσης εξασφαλίζει μακροχρόνια οικονομική σταθερότητα.)
Η λέξη "withdrawal" προέρχεται από το παλιό αγγλικό "withdrawen," που σημαίνει "να αποσύρεται," ενώ η λέξη "rate" προέρχεται από τη λατινική λέξη "rata," που σημαίνει "υπολογισμός."
Συνώνυμα:
- withdrawal ratio
- liquidity ratio
Αντώνυμα:
- deposit rate
- intake rate