Η φράση "within listening distance" είναι μια προθετική φράση που χρησιμοποιείται ως επίρρηση.
/wɪˈðɪn ˈlɪsənɪŋ ˈdɪstəns/
Η φράση "within listening distance" σημαίνει ότι κάποιος ή κάτι είναι κοντά αρκετά ώστε να μπορεί να ακουστεί. Συνήθως χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος μπορεί να ακούσει ήχους ή ομιλία από κοντινή απόσταση. Είναι μια συνηθισμένη φράση που χρησιμοποιείται κυρίως στην καθημερινή ομιλία, αλλά και σε γραπτό περιεχόμενο.
"Make sure you speak softly; the children are within listening distance."
"Φρόντισε να μιλήσεις σιγά; Τα παιδιά είναι εντός ακουστικής απόστασης."
"The meeting was held in a private room, away from anyone within listening distance."
"Η συνάντηση έγινε σε ένα ιδιωτικό δωμάτιο, μακριά από οποιονδήποτε εντός ακουστικής απόστασης."
Η φράση "within listening distance" συνήθως δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορούμε να αναφέρουμε κάποιες περιπτώσεις που σχετίζονται με την ένταση και την προσοχή.
"He was talking loudly, not caring that she was within listening distance."
"Μιλούσε δυνατά, χωρίς να νοιάζεται ότι εκείνη ήταν εντός ακουστικής απόστασης."
"I whispered my secrets, mindful of who might be within listening distance."
"Ψιθύρισα τα μυστικά μου, προσέχοντας ποιος μπορεί να είναι εντός ακουστικής απόστασης."
"We were in a private conversation, making sure no one was within listening distance."
"Ήμασταν σε μια ιδιωτική συζήτηση, βεβαιώνοντας ότι κανείς δεν ήταν εντός ακουστικής απόστασης."
Η φράση "within listening distance" σχηματίζεται από την προθετική λέξη "within" (εντός), το ρεαλιστικό ουσιαστικό "listening" (ακοή) και το ουσιαστικό "distance" (απόσταση). Η χρήση της φράσης προέρχεται από την ανάγκη της ανθρώπινης επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης.
Συνώνυμα: - within earshot (εντός ακουστικής εμβέλειας) - nearby (κοντά)
Αντώνυμα: - out of hearing range (έξω από την εμβέλεια ακοής) - far away (μακριά)