Η φράση "without blemish" λειτουργεί ως επίρρημα και χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι αψεγάδιαστο ή χωρίς ελαττώματα.
/wɪˈðaʊt ˈblɛmɪʃ/
Η φράση "without blemish" χρησιμοποιείται στα Αγγλικά για να περιγράψει κάτι που είναι τέλειο ή χωρίς οποιοδήποτε είδος ελαττώματος. Συνήθως χρησιμοποιείται σε επίσημες ή λογοτεχνικές καταστάσεις, ενώ είναι πιο συχνή στο γραπτό κείμενο παρά στον προφορικό λόγο.
The candidate presented a resume without blemish.
(Ο υποψήφιος παρουσίασε ένα βιογραφικό χωρίς ελάττωμα.)
The artwork was described as flawless and without blemish.
(Το έργο τέχνης περιγράφηκε ως αψεγάδιαστο και χωρίς ελάττωμα.)
She maintained a reputation without blemish throughout her career.
(Διατήρησε μια φήμη αψεγάδιαστη καθ' όλη τη διάρκεια της καριέρας της.)
Η φράση "without blemish" δεν είναι τόσο κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε προτάσεις που μεταφέρουν την έννοια της τελειότητας ή της ακεραιότητας. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
His record was without blemish, making him a prime candidate for the position.
(Το μητρώο του ήταν αψεγάδιαστο, καθιστώντας τον κύριο υποψήφιο για τη θέση.)
The testimony was without blemish, leading to a swift acquittal.
(Η μαρτυρία ήταν αψεγάδιαστη, οδηγώντας σε ταχεία αθώωση.)
She always strives to live a life without blemish in the eyes of her community.
(Πάντα προσπαθεί να ζει μια ζωή αψεγάδιαστη στα μάτια της κοινότητας της.)
The deal was negotiated without blemish, showcasing the professionalism of both parties.
(Η συμφωνία διαπραγματεύτηκε αψεγάδιαστα, επιδεικνύοντας τον επαγγελματισμό και των δύο μερών.)
In her industry, having a reputation without blemish is crucial for success.
(Στη βιομηχανία της, το να έχει μια φήμη αψεγάδιαστη είναι κρίσιμο για την επιτυχία.)
Η φράση "without blemish" προέρχεται από την αγγλική γλώσσα και η λέξη "blemish" έχει τις ρίζες της στην παλαιά γαλλική λέξη "blémir", που σημαίνει να κοκκινίσουν ή να πληγωθούν, και στην αρχαία αγγλική λέξη "blæm", που αναφέρεται σε ελάττωμα ή βλάβη.
Συνώνυμα: - Flawless - Immaculate - Perfect
Αντώνυμα: - Blemished - Imperfect - Defective