Η φράση "without reserve" λειτουργεί ως επιρρήμα και μπορεί να θεωρηθεί επίσης ως έκφραση που αναφέρεται σε ιδεολογίες ή συμπεριφορές.
/wɪˈðaʊt rɪˈzɜrv/
Η φράση "without reserve" σημαίνει να κάνεις κάτι χωρίς περιορισμούς ή χωρίς να κρατάς κάτι για τον εαυτό σου. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση όπου κάποιος δίνει ή εκφράζει κάτι πλήρως και ειλικρινά, χωρίς επιφυλάξεις ή δισταγμούς. Στη γλώσσα των Αγγλικών, χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί να βρεθεί και σε προφορικό λόγο.
Εξέφρασε τα συναισθήματά του χωρίς επιφυλάξεις.
She donated to the charity without reserve.
Δώρισε στην φιλανθρωπία χωρίς περιορισμούς.
We discussed the issues without reserve during the meeting.
Η φράση "without reserve" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, που σημαίνουν «χωρίς περιορισμούς» ή «χωρίς επιφυλάξεις». Ακολουθούν παραδείγματα:
Ανέλαβε την πρόκληση χωρίς επιφυλάξεις, πλήρως σίγουρος για τις ικανότητές του.
The editor published the article without reserve, highlighting the importance of transparency.
Ο εκδότης δημοσίευσε το άρθρο χωρίς περιορισμούς, τονίζοντας τη σημασία της διαφάνειας.
They offered their support without reserve, helping in every possible way.
Πρόσφεραν την υποστήριξή τους χωρίς επιφυλάξεις, βοηθώντας με κάθε δυνατό τρόπο.
She spoke her mind without reserve, not caring about other people's opinions.
Μίλησε ελεύθερα χωρίς επιφυλάξεις, χωρίς να νοιάζεται για τις απόψεις των άλλων.
The testimonial was given without reserve, showcasing the company's dedication.
Η φράση "without reserve" προέρχεται από τη σύνθεση «without», που σημαίνει «χωρίς», και «reserve», που προέρχεται από τη γαλλική λέξη «réserve». Αυτή η λέξη μαρτυρά μια κατάσταση όπου κάτι θεωρείται ασφαλές για μελλοντική χρήση, κάτι που σημαίνει ότι δεν κρατείται ή δεν υπάρχει περιορισμός στην χρήση.
Συνώνυμα: - Unreservedly - Freely - Openheartedly
Αντώνυμα: - With reservation - Cautiously - Hesitantly