Witling είναι ουσιαστικό.
/ˈwɪt.lɪŋ/
Η λέξη "witling" αναφέρεται σε ένα άτομο που έχει περιορισμένη πνευματική ικανότητα ή είναι ελαφρώς έξυπνος, συχνά με ελαφρώς σαρκαστικό ή κοροϊδευτικό τόνο. Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει κάποιον που προσπαθεί να είναι έξυπνος ή αστείος, αλλά είναι σε μεγάλο βαθμό αποτυχημένος ή δεν έχει πραγματική πνευματική οξυδέρκεια.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Η λέξη "witling" δεν χρησιμοποιείται συχνά και είναι περισσότερο συνηθισμένη σε γραπτές μορφές της γλώσσας παρά στον προφορικό λόγο.
He always thought he was clever, but he was just a witling.
Πάντα νόμιζε ότι ήταν έξυπνος, αλλά ήταν μόνο ένας οξύς άνθρωπος.
The witling tried to impress everyone with his jokes but fell flat.
Ο οξύς άνθρωπος προσπάθησε να εντυπωσιάσει όλους με τα αστεία του αλλά απέτυχε.
It’s apparent that the witling’s comments weren’t well-received by the audience.
Είναι προφανές ότι τα σχόλια του οξέως ανθρώπου δεν έγιναν καλά αποδεκτά από το κοινό.
Η λέξη "witling" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορούμε να εξερευνήσουμε κάποιες υποθέσεις για σχέσεις της με άλλες φράσεις:
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ανεπαρκή ανάμεσα σε ευφυείς ανθρώπους.
"Don't be a witling"
Μην είσαι οξύς άνθρωπος.
Προτροπή σε κάποιον να μην προσπαθεί να φανεί έξυπνος αν δεν το καταφέρει.
"Behind a witling's mask"
Πίσω από τη μάσκα ενός οξύς ανθρώπου.
Η λέξη "witling" προέρχεται από τη μέση αγγλική λέξη "wittling," που σημαίνει κάποιον με περιορισμένες πνευματικές ικανότητες. Η ρίζα "wit" σχετίζεται με την ικανότητα του να σκέπτεσαι.
Συνώνυμα: - Fool - Simpleton - Lackwit
Αντώνυμα: - Genius - Intellectual - Sage