Ρήμα (verb)
/wɑːbəˌleɪtɪd/
Η λέξη "wobbulated" συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση ή μια κίνηση που παρουσιάζει κάποια αστάθεια ή ταλάντευση. Στη γλώσσα των Αγγλικών, μπορεί να χρησιμοποιηθεί περιγραφικά και παραστατικά, όπως για κάτι που δεν είναι σταθερό ή σίγουρο. Είναι μια λιγότερο συνηθισμένη λέξη, που παρατηρείται περισσότερο σε γραπτό κείμενο παρά σε προφορική χρήση.
Η ταλαντευμένη καρέκλα έκανε δύσκολη την άνετη καθιστική θέση.
After the roller coaster ride, I felt completely wobbulated.
Μετά τη βόλτα στο τρενάκι του λούνα παρκ, ένιωθα τελείως ταλαιπωρημένος.
The wobbulated legs of the table caused it to spill the drinks.
"wobbulated" δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένο ως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πιο δημιουργικά και μεταφορικά συμφραζόμενα.
"Μετά τις απρόβλεπτες αλλαγές στη διοίκηση, ένιωσα τελείως ταλαιπωρημένος στη δουλειά."
A wobbulated response:
"His wobbulated response to the question showed he wasn't prepared."
"Η διστακτική απάντησή του στην ερώτηση έδειξε ότι δεν ήταν προετοιμασμένος."
Wobbulated thoughts:
"After staying up all night, my wobbulated thoughts made it hard to focus."
Η λέξη "wobbulate" προέρχεται από τη λέξη "wobble", που σημαίνει "ταλαντεύομαι", και προστίθεται το κατάληξι "-ated" για να υποδηλώνει μια κατάσταση ή ποιότητα που σχετίζεται με την ταλάντευση.
Συνώνυμα:
- Wobble (ταλαντεύομαι)
- Shake (ταρακουνάω)
- Falter (δύσκολα προχωρώ)
Αντώνυμα:
- Steady (σταθερός)
- Stable (σταθερός)
- Firm (στέρεος)