Η φPhrase "woman doctor" αποτελεί ένα ουσιαστικό φράση που αναφέρεται σε μια γυναίκα που ασκεί το επάγγελμα του γιατρού.
/wʊmən ˈdɑːktər/
Η φPhrase "woman doctor" αναφέρεται σε γυναίκα που έχει εκπαιδευτεί και πιστοποιηθεί για να παρέχει ιατρική φροντίδα. Χρησιμοποιείται κυρίως σε πλαίσια που τονίζουν το φύλο του ιατρού, ιδιαίτερα σε πολιτισμούς όπου το επάγγελμα του γιατρού ιστορικά ήταν κυρίως ανδρικό. Η χρήση της φPhrase "woman doctor" έχει αυξηθεί, καθώς ολοένα περισσότερες γυναίκες συμμετέχουν στον ιατρικό τομέα.
Η φPhrase χρησιμοποιείται συχνά στο γραπτό κείμενο, σε άρθρα για την ιατρική κοινότητα ή για την προώθηση του φύλου σε παραδοσιακά ανδροκρατούμενα επαγγέλματα. Είναι λιγότερο συχνή στον προφορικό λόγο, όπου συνήθως απλά αναφέρεται ως "doctor" χωρίς διάκριση φύλου, εφόσον δεν υπάρχει ανάγκη να τονιστεί.
The woman doctor gave me valuable advice about my health.
(Η γυναίκα γιατρός μου έδωσε πολύτιμες συμβουλές για την υγεία μου.)
I was impressed by how the woman doctor handled the situation.
(Εντυπωσιάστηκα από τον τρόπο που η γυναίκα γιατρός διαχειρίστηκε την κατάσταση.)
Many patients prefer to see a woman doctor for gynecological issues.
(Πολλοί ασθενείς προτιμούν να δουν μια γυναίκα γιατρό για γυναικολογικά θέματα.)
Η φPhrase "woman doctor" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε προτάσεις που αναδεικνύουν καταστάσεις ή προτιμήσεις που σχετίζονται με γυναίκες γιατρούς:
As a woman doctor, she breaks stereotypes in the medical field.
(Ως γυναίκα γιατρός, σπάει τα στερεότυπα στον ιατρικό τομέα.)
Her success as a woman doctor inspires the next generation of female doctors.
(Η επιτυχία της ως γυναίκα γιατρός εμπνέει την επόμενη γενιά γυναικών γιατρών.)
The rise of woman doctors is changing the dynamics of healthcare.
(Η αύξηση των γυναικών γιατρών αλλάζει τη δυναμική της υγειονομικής περίθαλψης.)
It is important to support woman doctors in their careers.
(Είναι σημαντικό να στηρίζουμε τις γυναίκες γιατρούς στις καριέρες τους.)
Η λέξη "woman" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "wīfmann", που σημαίνει "γυναίκα". Η λέξη "doctor" προέρχεται από τη λατινική λέξη "docere", που σημαίνει "να διδάσκει". Συνδυάζοντας αυτές τις οǔσptiες, δηλώνεται μια γυναίκα που είναι εκπαιδευμένη να παρέχει ιατρική βοήθεια.
Η φPhrase "woman doctor" τονίζει τη θηλυκή πλευρά του ιατρικού επαγγέλματος και καταδεικνύει την εξέλιξη και τις αλλαγές στον τομέα της ιατρικής καριέρας στις σύγχρονες κοινωνίες.