Λέξη: wonder-worker
Μέρος του λόγου: ουσιαστικό
Φωνητική μεταγραφή: /ˈwʌndər ˌwɜrkər/
Ο όρος "wonder-worker" αναφέρεται σε πρόσωπα ή οντότητες που έχουν ικανότητες να προκαλούν θαύματα ή να δημιουργούν εντυπωσιακά αποτελέσματα. Χρησιμοποιείται συχνά σε θρησκευτικά ή μυθικά συμφραζόμενα για να περιγράψει κάποιον που έχει ειδικές δυνάμεις ή ταλέντα.
Η λέξη χρησιμοποιείται λιγότερο στον καθημερινό προφορικό λόγο και περισσότερο σε γραπτά κείμενα, ιδίως σε λογοτεχνία, θρησκευτικά κείμενα ή ιστορίες με φαντασία.
Αγγλικά: The old legend spoke of a wonder-worker who could heal the sick.
Ελληνικά: Ο παλιός θρύλος μιλούσε για έναν θαυματοποιό που μπορούσε να θεραπεύσει τους ασθενείς.
Αγγλικά: Many believe that the wonder-worker performed miracles to inspire faith.
Ελληνικά: Πολλοί πιστεύουν ότι ο θαυματοποιός έκανε θαύματα για να εμπνεύσει πίστη.
Αγγλικά: In the past, people sought the help of a wonder-worker in times of trouble.
Ελληνικά: Στο παρελθόν, οι άνθρωποι ζητούσαν τη βοήθεια ενός θαυματοποιού σε δύσκολες περιόδους.
Η λέξη "wonder-worker" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με διάφορους όρους και εκφράσεις για να δημιουργήσει πιο χαρακτηριστικές φράσεις.
Αγγλικά: The wonder-worker of our time is often considered to be a visionary leader.
Ελληνικά: Ο θαυματοποιός της εποχής μας θεωρείται συχνά ένας οραματιστής ηγέτης.
Αγγλικά: She worked as a wonder-worker, turning ordinary events into extraordinary experiences.
Ελληνικά: Δούλευε ως θαυματοποιός, μετατρέποντας τα κοινά γεγονότα σε εξαιρετικές εμπειρίες.
Αγγλικά: In folklore, the wonder-worker often encounters various challenges that test their abilities.
Ελληνικά: Στην παράδοση, ο θαυματοποιός συχνά αντιμετωπίζει διάφορες προκλήσεις που δοκιμάζουν τις ικανότητές του.
Η λέξη "wonder-worker" προέρχεται από τη σύνθεση των όρων "wonder", που σημαίνει "θαύμα", και "worker", που σημαίνει "εργάτης" ή "άτομο που εργάζεται". Αυτή η σύνθεση υποδηλώνει κάποιον που δημιουργεί ή προκαλεί θαύματα.
Συνώνυμα: - θαυματοποιός - θαυμαιωτής - ασυνήθιστος άνθρωπος
Αντώνυμα: - απλός άνθρωπος - αδύναμος - κοινός (συνανθρωπος)