Ο όρος "wood dowel pin" είναι ένα ουσιαστικό.
/wʊd ˈdaʊəl pɪn/
Το "wood dowel pin" αναφέρεται σε έναν ξύλινο πείρο που χρησιμοποιείται για τη συγκόλληση ή την ένωση δύο ή περισσότερων κομματιών ξύλου. Σημειώνεται η χρησιμότητά του στη βιομηχανία και την κατασκευή επίπλων, πολλές φορές ως μέσο για να διασφαλιστεί η σταθερότητα και η αντοχή των κατασκευών.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως σε κατασκευαστικά ή ναυπηγικά πλαίσια, καθώς και σε DIY έργα.
Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε τεχνικές και κατασκευαστικές βιβλιογραφίες.
The carpenter used a wood dowel pin to join the two pieces of wood together.
Ο ξυλουργός χρησιμοποίησε έναν ξύλινο πείρο για να ενώσει τα δύο κομμάτια ξύλου.
When building furniture, a wood dowel pin provides extra strength and stability.
Όταν κατασκευάζετε έπιπλα, ένας ξύλινος πείρος προσφέρει επιπλέον αντοχή και σταθερότητα.
It's essential to align the holes correctly for the wood dowel pin to fit properly.
Είναι απαραίτητο να ευθυγραμμίσετε σωστά τις οπές ώστε ο ξύλινος πείρος να ταιριάζει σωστά.
Αν και ο όρος "wood dowel pin" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, είναι σημαντικός στον τομέα της κατασκευής και μπορεί να αναφέρεται σε διαδικασίες που περιλαμβάνουν τη σύνθεση.
"Don't forget to use a wood dowel pin when assembling that bookshelf."
"Μην ξεχάσεις να χρησιμοποιήσεις έναν ξύλινο πείρο κατά την συναρμολόγηση εκείνου του ραφιού."
"A properly inserted wood dowel pin can make all the difference in durability."
"Ένας σωστά τοποθετημένος ξύλινος πείρος μπορεί να κάνει τη διαφορά στην ανθεκτικότητα."
"For added security, we should include a wood dowel pin in the design."
"Για επιπλέον ασφάλεια, θα πρέπει να συμπεριλάβουμε έναν ξύλινο πείρο στο σχέδιο."
Ο όρος "dowel" προέρχεται από το γαλλικό "douelle," που σημαίνει "δίπλωμα" ή "πανί" και χρησιμοποιείτο ιστορικά για να περιγράψει τη χρήση ξύλου για την ένωση κομματιών. Ο όρος "pin" αναφέρεται σε μια μικρή ράβδο ή σφήνα που χρησιμοποιείται για να κρατήσει δύο ή περισσότερα μέρη συνδεδεμένα.
Συνώνυμα: - wooden peg - dowel rod - wooden fastener
Αντώνυμα: - wood separator (σε πλαίσιο που αναφέρεται στη διαχωριστική ικανότητα των υλικών) - dowel removal tool (σε πλαίσιο που αναφέρεται στην αφαίρεση του πείρου)