Η λέξη "wood-road" είναι ένα ουσιαστικό σύνθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /wʊd roʊd/
Η λέξη "wood-road" αναφέρεται σε έναν δρόμο ή μονοπάτι που είναι κατασκευασμένο από ξύλο ή που περνάει ανάμεσα από δέντρα και δασικές περιοχές. Ενδέχεται να χρησιμοποιείται συχνά σε περιβάλλοντα συνδεδεμένα με τη φύση, όπως δασικές περιοχές ή χώροι αναψυχής.
Είναι πιθανό να χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε περιγραφές τοπίων ή σε οδηγούς εξερεύνησης της φύσης.
The wood-road was lined with tall trees.
Ο ξύλινος δρόμος ήταν γεμάτος με ψηλά δέντρα.
We decided to take the wood-road for a more scenic route.
Αποφασίσαμε να πάρουμε τον ξύλινο δρόμο για μια πιο γραφική διαδρομή.
The wood-road led us to a hidden waterfall.
Ο ξύλινος δρόμος μας οδήγησε σε έναν κρυμμένο καταρράκτη.
Η λέξη "wood-road" δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, παρακάτω ακολουθούν παραδείγματα χρήσης της λέξης σε διαφορετικά συμφραζόμενα:
Taking the road less traveled often leads to hidden gems like a wood-road.
Παίρνοντας τον λιγότερο ταξιδεμένο δρόμο συχνά οδηγεί σε κρυμμένα διαμάντια όπως έναν ξύλινο δρόμο.
If you're looking for adventure, the wild wood-road is the best choice.
Αν ψάχνεις για περιπέτεια, ο άγριος ξύλινος δρόμος είναι η καλύτερη επιλογή.
The wood-road is perfect for a peaceful walk in nature.
Ο ξύλινος δρόμος είναι τέλειος για μια ήσυχη βόλτα στη φύση.
Camping near the wood-road gives you an authentic wilderness experience.
Το κάμπινγκ κοντά στον ξύλινο δρόμο σου δίνει μια αυθεντική εμπειρία άγριου τοπίου.
Η λέξη "wood-road" είναι σύνθετη, προερχόμενη από τις αγγλικές λέξεις "wood" (ξύλο, δέντρα) και "road" (δρόμος).
Συνώνυμα: - Trail (μονοπάτι) - Path (μονοπάτι)
Αντώνυμα: - Urban road (αστικός δρόμος) - Paved road (ασφαλτοστρωμένος δρόμος)