woody - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

woody (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Επίθετο

Φωνητική μεταγραφή

/ˈwʊdi/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία

Η λέξη "woody" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει χαρακτηριστικά ξύλου, όπως η υφή ή η σύνθεση. Συνήθως αναφέρεται σε φυτά ή δένδρα που έχουν ξύλινο στέλεχος ή είναι κατασκευασμένα από ξύλο. Επίσης μπορεί να περιγράψει ένα προσανατολισμό ή ένα χαρακτήρα που είναι "φυσικός" ή "γεννημένος από τη φύση".

Η χρήση της λέξης είναι συχνή σε περιγραφές φυτών και τοπίου. Χρησιμοποιείται περισσότερο στον γραπτό λόγο, συχνά σε επιστημονικά ή περιβαλλοντικά συμφραζόμενα.

Παραδείγματικές προτάσεις

  1. The forest was filled with tall, woody trees that stretched toward the sky.
    Το δάσος ήταν γεμάτο με ψηλά, ξυλώδη δένδρα που εκτείνονται προς τον ουρανό.

  2. This plant is known for its woody stems, making it a great choice for garden borders.
    Αυτό το φυτό είναι γνωστό για τους ξυλώδεις μίσχους του, κάνοντάς το εξαιρετική επιλογή για τα σύνορα του κήπου.

  3. The design of the furniture featured a woody texture that added warmth to the room.
    Ο σχεδιασμός των επίπλων παρουσίαζε μια ξυλώδη υφή που πρόσθετε ζεστασιά στο δωμάτιο.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "woody" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, όμως μπορεί να φέρει μια περισσότερη επιρροή σε περιγράμματα ή ποιητικές εκφράσεις.

  1. Woody fragrance: The perfume has a woody fragrance that reminds me of the forest.
    Το άρωμα έχει μια ξυλώδη μυρωδιά που μου θυμίζει το δάσος.

  2. Woody undertones: The dish had woody undertones that complemented the savory flavors.
    Το πιάτο είχε ξυλώδεις νότες που συμπλήρωναν τις αλμυρές γεύσεις.

  3. Woody landscape: The artist captures the beauty of the woody landscape in his paintings.
    Ο καλλιτέχνης αποτυπώνει την ομορφιά του ξυλώδους τοπίου στους πίνακές του.

Ετυμολογία

Η λέξη "woody" προέρχεται από το μέσο αγγλικό "wody" ή "wode", με ρίζα από το παλαιά αγγλικά "wud" που σημαίνει "ξύλο". Αυτή η ρίζα σχετίζεται με τις γερμανικές γλώσσες, όπου "Wald" στα γερμανικά σημαίνει "δάσος".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - hardwoody - timbered

Αντώνυμα: - non-woody - herbaceous



25-07-2024