Woofing: Ρήμα
Φωνητική μορφή: /ˈwʊfɪŋ/
Η λέξη "woofing" προέρχεται από το αγγλικό ρήμα "to woof," το οποίο αναφέρεται στον ήχο που κάνουν οι σκύλοι (γαβγίζω). Η λέξη μπορεί επίσης να σχετίζεται με το ακρωνύμιο WWOOF, που σημαίνει "World Wide Opportunities on Organic Farms." Είναι ένα πρόγραμμα που επιτρέπει στους εθελοντές να εργάζονται σε αγροκτήματα οργανικών προϊόντων σε αντάλλαγμα για στέγη και τροφή.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης “woofing” είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, κυρίως στον τομέα της συζήτησης για κατοικίδια ζώα.
The dog is woofing loudly at the mailman.
Ο σκύλος γαβγίζει δυνατά στον ταχυδρόμο.
She enjoys woofing at passing cars during her walks.
Αυτή απολαμβάνει να γαβγίζει στα διερχόμενα αυτοκίνητα κατά τη διάρκεια των βολτών της.
He was woofing while playing with his puppy.
Αυτός γαβγίζει ενώ παίζει με το κουτάβι του.
Η λέξη "woofing" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές φράσεις, αν και έχει κάποιες αδόκιμες εφαρμογές όπως:
He's woofing at his friends for not listening to him.
Αυτός γαβγίζει στους φίλους του γιατί δεν τον ακούν.
"Get your woof on" – Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που απολαμβάνει την ζωή ή τον μαζεύει στην φιλία.
Let’s get our woof on this weekend and have fun!
Ας γαβγίσουμε αυτό το Σαββατοκύριακο και να διασκεδάσουμε!
"Woofing about" – Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που μιλάει ή καυχιέται για κάτι.
Το "woof" προέρχεται από τον ήχο που κάνουν οι σκύλοι, και έχει χρησιμοποιηθεί στα αγγλικά από τον 19ο αιώνα για να περιγράψει το γαβγισμασκυλιών.
Συνώνυμα: - Barking (γαβγίζοντας) - Yapping (γαβγίζοντας ενοχλητικά)
Αντώνυμα: - Silence (σιγή) - Quietness (ηρεμία)