Substantive (ουσιαστικό)
/ˈwɜrdˌbɪldɪŋ/
Η λέξη "word-building" αναφέρεται στη διαδικασία δημιουργίας νέων λέξεων από υπάρχουσες, μέσω προσθηκών (όπως προθέματα και επιθήματα) και άλλων μεθόδων ρύθμισης της γλώσσας. Χρησιμοποιείται συχνά στην εκπαίδευση και στην ανάλυση γλωσσικών δομών. Η συχνότητα χρήσης της είναι περισσότερο εμφανής σε γραπτά κείμενα, όπως βιβλία και άρθρα σχετικά με τη γλωσσολογία, παρά σε προφορικό λόγο.
Ο δάσκαλος επικεντρώθηκε στη δόμηση λέξεων για να ενισχύσει το λεξιλόγιο των μαθητών.
In language arts class, word-building exercises are very helpful.
Στην τάξη γλωσσικών τεχνών, οι ασκήσεις δόμησης λέξεων είναι πολύ χρήσιμες.
Children often enjoy games that involve word-building activities.
Η λέξη "word-building" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε μεγάλες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες φράσεις που σχετίζονται με τη διαδικασία δημιουργίας και κατανόησης λέξεων:
Μέσω της δόμησης λέξεων, μπορούμε να επεκτείνουμε τις γλωσσικές μας ικανότητες.
"Word-building activities are crucial for language development."
Οι δραστηριότητες δόμησης λέξεων είναι κρίσιμες για την ανάπτυξη της γλώσσας.
"The concept of word-building helps in learning new vocabulary effectively."
Η έννοια της δόμησης λέξεων βοηθά στην εκμάθηση νέου λεξιλογίου αποτελεσματικά.
"Engaging in word-building can stimulate creative thinking."
Η συμμετοχή στη δόμηση λέξεων μπορεί να ενισχύσει τη δημιουργική σκέψη.
"Practicing word-building promotes better literacy skills."
Η λέξη "word-building" προέρχεται από τη σύνθεση της λέξης "word" (λέξη) και "building" (δομή/κατασκευή). Οι ρίζες της "word" προέρχονται από την παλαιά αγγλική λέξη "word", που σημαίνει "λέξη" και η "building" από την παλαιά αγγλική "bylding", που σχετίζεται με τη δημιουργία ή την κατασκευή.
Συνώνυμα: - Λεξικολογία - Κατασκευή λεξιλογίου
Αντώνυμα: - Αποδόμηση λέξεων - Αφαίρεση λέξεων