workbox: ουσιαστικό
/wɜːrk.bɒks/
Η λέξη workbox αναφέρεται συχνά σε ένα εργαλείο ή πλαίσιο που χρησιμοποιείται για την οργάνωση και διαχείριση εργασιών, σκαριφήματα, ή άλλα αντικείμενα που σχετίζονται με την εργασία ή την παραγωγή. Στα πιο τεχνικά συμφραζόμενα, σε ψηφιακή κωδικοποίηση, μπορεί να αναφέρεται στην βιβλιοθήκη Workbox που χρησιμοποιείται για την επισ caching παρά τις διαδικασίες.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Χρησιμοποιείται κυρίως σε επαγγελματικά ή τεχνολογικά πλαίσια, και πιο σπάνια στον καθημερινό προφορικό λόγο.
Συχνότητα χρήσης: Μέτρια, με πιθανή αύξηση στη χρήση σε επαγγελματικά και τεχνολογικά κείμενα.
Μετά την οργάνωση όλων των εργαλείων μου, τελικά βρήκα ένα τέλειο κουτί εργασίας για τα έργα μου.
The developer used a workbox to streamline the caching of assets for the web application.
Ο προγραμματιστής χρησιμοποίησε ένα βαλιτσάκι εργαλείων για να απλοποιήσει την αποθήκευση πόρων για την εφαρμογή ιστού.
My workbox is filled with all the essential items I need for my daily tasks.
Η λέξη "workbox" δεν είναι πολύ διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να αποδώσει έννοιες σχετικές με την οργάνωση και τη δουλειά.
Το σχέδιο ήταν πραγματικά εκτός του κουτιού εργασίας.
Put it back in the workbox: to reconsider or revisit a decision.
Η λέξη σχηματίζεται από το "work" (εργασία) και "box" (κουτί), υποδηλώνοντας έτσι ένα εργαλείο ή συνθήκη που συνδυάζει την εργασία με την οργάνωση.