worked - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

worked (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα

Φωνητική μεταγραφή

/wɜrkt/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "worked" είναι ο παρελθόντας τύπος του ρήματος "work" (εργάζομαι). Χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε δραστηριότητες που περιλαμβάνουν φυσική ή πνευματική εργασία. Χρησιμοποιείται συχνά στον γραπτό λόγο, αλλά και στον προφορικό λόγο, ανάλογα με το πλαίσιο.

Συχνότητα Χρήσης

Χρησιμοποιείται πολύ συχνά στην καθημερινή γλώσσα, τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στα γραπτά κείμενα, όπως σε επαγγελματικές ή ακαδημαϊκές αλληλεπιδράσεις.

Παραδειγματικές προτάσεις

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "worked" εμφανίζεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν ορισμένες:

Ετυμολογία

Η λέξη "work" προέρχεται από την αρχαία αγγλική λέξη "wyrcan," που σημαίνει "να κάνω" ή "να δημιουργώ." Ο παρελθόντας τύπος "worked" έχει τις ρίζες του σε αυτή την αρχαία μορφή.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα:
- Functioned (λειτούργησε)
- Engaged (ασχολήθηκε)

Αντώνυμα:
- Rested (ξεκούρασε)
- Stopped (σταμάτησε)



25-07-2024