Ρήμα
/wɜrkt/
Η λέξη "worked" είναι ο παρελθόντας τύπος του ρήματος "work" (εργάζομαι). Χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε δραστηριότητες που περιλαμβάνουν φυσική ή πνευματική εργασία. Χρησιμοποιείται συχνά στον γραπτό λόγο, αλλά και στον προφορικό λόγο, ανάλογα με το πλαίσιο.
Χρησιμοποιείται πολύ συχνά στην καθημερινή γλώσσα, τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στα γραπτά κείμενα, όπως σε επαγγελματικές ή ακαδημαϊκές αλληλεπιδράσεις.
She worked late last night to finish the project.
(Δούλεψε αργά χθες το βράδυ για να ολοκληρώσει το έργο.)
They worked together to solve the problem.
(Δούλεψαν μαζί για να λύσουν το πρόβλημα.)
He worked as a teacher for five years before changing careers.
(Δούλεψε ως δάσκαλος για πέντε χρόνια πριν αλλάξει καριέρα.)
Η λέξη "worked" εμφανίζεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν ορισμένες:
“It worked out”
This plan really worked out well for us.
(Αυτή η σχέδιο ήταν πολύ επιτυχημένο για μας.)
“Worked like a charm”
I fixed the issue, and it worked like a charm.
(Διόρθωσα το πρόβλημα και λειτούργησε τέλεια.)
“Worked my way up”
I started as an intern and worked my way up to manager.
(Ξεκίνησα ως ασκούμενος και ανέβηκα μέχρι τη θέση του διευθυντή.)
“Where it’s at”
These techniques are where it’s at if you want to be successful; they worked in the past and will work now.
(Αυτές οι τεχνικές είναι το κλειδί για να πετύχεις. Λειτουργούσαν στο παρελθόν και θα λειτουργήσουν και τώρα.)
Η λέξη "work" προέρχεται από την αρχαία αγγλική λέξη "wyrcan," που σημαίνει "να κάνω" ή "να δημιουργώ." Ο παρελθόντας τύπος "worked" έχει τις ρίζες του σε αυτή την αρχαία μορφή.
Συνώνυμα:
- Functioned (λειτούργησε)
- Engaged (ασχολήθηκε)
Αντώνυμα:
- Rested (ξεκούρασε)
- Stopped (σταμάτησε)