working - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

working (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Λέξη

Μέρος του λόγου: Ρήμα

Φωνητική μεταγραφή: /ˈwɜːrkɪŋ/

Σημασίες: 1. Εργασία, δουλειά 2. Λειτουργία, λειτουργικότητα 3. Ενεργός, εργατικός

Συχνότητα Χρήσης: Σύνηθες. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.

Συζυτικές Μορφές: - Παρόντος: work - Μελλοντικός: will work - Αόριστος: worked - Αόριστος Συνεχούς: was working, were working - Αόριστος Τέλειος: had worked - Αόριστος Τέλειος Συνεχόμενος: had been working - Παρακείμενος: have worked, has worked - Μέλλοντας Απλός: will work - Μέλλοντας Συνεχής: will be working - Μέλλοντας Τέλειος: will have worked - Μέλλοντας Τέλειος Συνεχής: will have been working - Μετοχή: working

Παραδείγματα: 1. She is working on a new project. (Δουλεύει σε ένα νέο έργο). 2. The machine is not working properly. (Η μηχανή δεν λειτουργεί σωστά).

Ιδιωματικές εκφράσεις: - Working out: Επίλυση ενός προβλήματος ή μιας δύσκολης κατάστασης. Π.χ. "We need to keep working out this issue" (Πρέπει να συνεχίσουμε να λύνουμε το πρόβλημα). - Working on it: Να είσαι απασχολημένος με κάτι. Π.χ. "I'm working on it and I'll get back to you soon" (Δουλεύω πάνω σε αυτό και θα επικοινωνήσω μαζί σου σύντομα). - Working hard: Να εργάζεσαι πολύ. Π.χ. "She's been working hard to achieve her goals" (Έχει δουλεύει σκληρά για να επιτύχει τους στόχους της).

Ετυμολογία: Από τη μέση αγγλική "werk", προερχόμενη από τα αγγλοσαξονικά "weorc" και "wyrcan".

Συνώνυμα: - Employed - Operational - Active

Αντώνυμα: - Idle - Inactive - Lazy