worldwide power supply - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

worldwide power supply (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η φράση "worldwide power supply" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/wɜrldwaɪd paʊər səˈplaɪ/

Επιλογές μετάφρασης

Σημασία της λέξης

Η φράση "worldwide power supply" αναφέρεται στην παροχή ηλεκτρικής ενέργειας που καλύπτει διάφορες περιοχές σε παγκόσμιο επίπεδο. Χρησιμοποιείται συχνά σε συζητήσεις σχετικά με την ενέργεια, την τεχνολογία και τις υποδομές. Η χρήση της είναι πιο συνηθισμένη σε γραπτό λόγο, όπως σε επιστημονικές και τεχνικές αναφορές, αλλά μπορεί επίσης να εμφανίζεται σε προφορικές συζητήσεις.

Συχνότητα Χρήσης

Χρησιμοποιείται συχνά σε επαγγελματικούς και τεχνικούς τομείς.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The worldwide power supply is crucial for global economic development.
  2. Η παγκόσμια τροφοδοσία ενέργειας είναι κρίσιμη για την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη.

  3. Many countries are working together to ensure a reliable worldwide power supply.

  4. Πολλές χώρες συνεργάζονται για να εξασφαλίσουν μια αξιόπιστη παγκόσμια παροχή ενέργειας.

  5. Advances in technology are helping to improve the efficiency of the worldwide power supply.

  6. Οι πρόοδοι στην τεχνολογία βοηθούν στη βελτίωση της αποδοτικότητας της παγκόσμιας τροφοδοσίας ενέργειας.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η φράση "power supply" μπορεί να εμφανίζεται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και οι ευρύτερες εκφράσεις μπορεί να είναι πιο σπάνιες. Ακολουθούν κάποιες προτάσεις:

  1. The power supply was cut off during the storm.
  2. Η τροφοδοσία ρεύματος διακόπηκε κατά τη διάρκεια της καταιγίδας.

  3. We need to optimize our power supply to reduce costs.

  4. Χρειαζόμαστε να βελτιστοποιήσουμε την τροφοδοσία ενέργειας μας για να μειώσουμε τα έξοδα.

  5. Local energy sources can strengthen the worldwide power supply grid.

  6. Οι τοπικές πηγές ενέργειας μπορούν να ενισχύσουν το παγκόσμιο δίκτυο τροφοδοσίας ενέργειας.

Ετυμολογία

Η λέξη "power" προέρχεται από τη λατινική λέξη "potentia," που σημαίνει "δύναμη" ή "ικανότητα", ενώ η λέξη "supply" έχει αγγλικές ρίζες προερχόμενες από τη λέξη "suplicare" που σημαίνει "να υποστηρίξω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - energy supply - electricity provision

Αντώνυμα: - power shortage - energy deficiency



25-07-2024