Worthy είναι επίθετο.
/ˈwɜr.ði/
Η λέξη "worthy" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που έχει αξία ή είναι άξιος να γίνει αποδεκτός ή σεβαστός. Χρησιμοποιείται συχνά για να δηλώσει ότι κάτι έχει σημαντικότητα ή είναι ικανό να κερδίσει σεβασμό ή εκτίμηση.
She is a worthy candidate for the award.
Είναι μια άξια υποψήφια για το βραβείο.
The cause is worthy of our support.
Η υπόθεση είναι άξια της υποστήριξής μας.
He proved to be a worthy opponent.
Απέδειξε ότι είναι ένας άξιος αντίπαλος.
Η λέξη "worthy" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Worthy of consideration
Άξιο προσοχής
Everyone's opinion is worthy of consideration in a group discussion.
Η άποψη όλων είναι άξια προσοχής σε μια ομαδική συζήτηση.
Worthy of respect
Άξιο σεβασμού
The effort he put into the project is worthy of respect.
Η προσπάθεια που κατέβαλε στο έργο είναι άξια σεβασμού.
Worthy of admiration
Άξιο θαυμασμού
Her dedication to the community is worthy of admiration.
Η αφοσίωσή της στην κοινότητα είναι άξια θαυμασμού.
Worthy of praise
Άξιο επαίνου
Your hard work is worthy of praise from everyone.
Η σκληρή σου δουλειά είναι άξια επαίνου από όλους.
Worthy successor
Άξιος διάδοχος
She proved to be a worthy successor to her father’s legacy.
Απέδειξε ότι είναι μια άξια διάδοχος της κληρονομιάς του πατέρα της.
Η λέξη "worthy" προέρχεται από την παλαιά αγγλική "worthi", η οποία σε μια πιο αρχαία μορφή σημαίνει "άξιος, αξιοπρεπής", πιθανώς σχετίζεται με τη λέξη "worth", που σημαίνει αξία.
Συνώνυμα: - Valuable (πολύτιμος) - Meritorious (άξιος επαίνου) - Noble (έντιμος)
Αντώνυμα: - Unworthy (ανάξιος) - Worthless (άχρηστος) - Ignoble (ανάξιος)