worthy - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

worthy (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Worthy είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/ˈwɜr.ði/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "worthy" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που έχει αξία ή είναι άξιος να γίνει αποδεκτός ή σεβαστός. Χρησιμοποιείται συχνά για να δηλώσει ότι κάτι έχει σημαντικότητα ή είναι ικανό να κερδίσει σεβασμό ή εκτίμηση.

Παραδείγματα με μεταφράσεις

  1. She is a worthy candidate for the award.
    Είναι μια άξια υποψήφια για το βραβείο.

  2. The cause is worthy of our support.
    Η υπόθεση είναι άξια της υποστήριξής μας.

  3. He proved to be a worthy opponent.
    Απέδειξε ότι είναι ένας άξιος αντίπαλος.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "worthy" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Worthy of consideration
    Άξιο προσοχής
    Everyone's opinion is worthy of consideration in a group discussion.
    Η άποψη όλων είναι άξια προσοχής σε μια ομαδική συζήτηση.

  2. Worthy of respect
    Άξιο σεβασμού
    The effort he put into the project is worthy of respect.
    Η προσπάθεια που κατέβαλε στο έργο είναι άξια σεβασμού.

  3. Worthy of admiration
    Άξιο θαυμασμού
    Her dedication to the community is worthy of admiration.
    Η αφοσίωσή της στην κοινότητα είναι άξια θαυμασμού.

  4. Worthy of praise
    Άξιο επαίνου
    Your hard work is worthy of praise from everyone.
    Η σκληρή σου δουλειά είναι άξια επαίνου από όλους.

  5. Worthy successor
    Άξιος διάδοχος
    She proved to be a worthy successor to her father’s legacy.
    Απέδειξε ότι είναι μια άξια διάδοχος της κληρονομιάς του πατέρα της.

Ετυμολογία

Η λέξη "worthy" προέρχεται από την παλαιά αγγλική "worthi", η οποία σε μια πιο αρχαία μορφή σημαίνει "άξιος, αξιοπρεπής", πιθανώς σχετίζεται με τη λέξη "worth", που σημαίνει αξία.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Valuable (πολύτιμος) - Meritorious (άξιος επαίνου) - Noble (έντιμος)

Αντώνυμα: - Unworthy (ανάξιος) - Worthless (άχρηστος) - Ignoble (ανάξιος)



25-07-2024