wrongdoer: ουσιαστικό
/ˈrɔŋˌduːər/
Η λέξη "wrongdoer" αναφέρεται σε ένα άτομο που διαπράττει κακές ή παράνομες πράξεις. Χρησιμοποιείται κυρίως στο νομικό και ηθικό πλαίσιο για να περιγράψει κάποιον που ενέχεται σε παράνομες ενέργειες ή ανήθικες πράξεις. Η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο και νομικά κείμενα, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στον προφορικό λόγο, κυρίως όταν γίνεται αναφορά σε παραβάσεις του νόμου.
The authorities are searching for the wrongdoer who committed the crime last night.
Οι αρχές ψάχνουν τον παραβάτη που διέπραξε το έγκλημα χθες το βράδυ.
Every wrongdoer must face the consequences of their actions.
Κάθε παραβάτης πρέπει να αντιμετωπίσει τις συνέπειες των πράξεών του.
The judge sentenced the wrongdoer to five years in prison.
Ο δικαστής καταδίκασε τον παραβάτη σε πέντε χρόνια φυλάκιση.
Η λέξη "wrongdoer" μπορεί να εμφανιστεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως όταν γίνεται αναφορά σε εγκληματικές ή ανήθικες συμπεριφορές.
It is important to identify the wrongdoer, as justice must be served.
Είναι σημαντικό να εντοπιστεί ο παραβάτης, καθώς πρέπει να αποδοθεί δικαιοσύνη.
Authorities often look for patterns in the actions of a wrongdoer.
Οι αρχές συχνά αναζητούν προτύπους στις πράξεις ενός παραβάτη.
In society, wrongdoers may be ostracized for their actions.
Στην κοινωνία, οι παραβάτες μπορεί να αποκλειστούν λόγω των πράξεών τους.
The community rallied together to report the wrongdoers.
Η κοινότητα συγκέντρωσε δυνάμεις για να αναφέρει τους παραβάτες.
Η λέξη "wrongdoer" προέρχεται από τη σύνθεση δύο αγγλικών λέξεων: "wrong" (λάθος, κακό) και "doer" (εκτελεστής, δράστης). Χρησιμοποιείται από τον 14ο αιώνα για να περιγράψει κάποιον που διαπράττει κακό.
Συνώνυμα: - offender (παραβάτης) - criminal (εγκληματίας) - culprit (ένοχος)
Αντώνυμα: - rule-follower (υπακολούθος κανόνων) - law-abider (νομίμως ενεργών) - good citizen (καλός πολίτης)