Όρος: Ουσιαστικό
Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (IPA): /ˈzænθəfɔːr/
Σημασία: Ο όρος "xanthophore" αναφέρεται σε έναν τύπο κυττάρου που περιέχει κιτρινωπά ή χρυσά χρωστικά, κυρίως καροτενοειδή. Αυτά τα κύτταρα συναντώνται συχνά σε οστεώδη ψάρια και άλλα ζώα με σκοπό τη δημιουργία χρωματισμού, που μπορεί να είναι διακοσμητικός ή για καμουφλάζ. Συνήθως περιλαμβάνονται σε συστήματα χρωστικών που συνδυάζουν άλλους τύπους χρωστικών, όπως οι ερυθρόφωρες και οι μελανόφωρες.
Χρήση: Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως στη βιολογία και τη ζωολογία, κυρίως σε κόμματα ή συζητήσεις που σχετίζονται με τη χρωματική βιολογία εκφυλισμού και ζωικών ειδών.
Συχνότητα Χρήσης: Η λέξη "xanthophore" χρησιμοποιείται πιο συχνά σε επιστημονικά και γραπτά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο.
"Ο ξανθοφόρος παίζει καίριο ρόλο στον χρωματισμό ορισμένων ψαριών."
"Researchers studied the function of the xanthophore in amphibians."
"Οι ερευνητές μελέτησαν τη λειτουργία του ξανθοφόρου στους αμφίβιους."
"Changes in the xanthophore can lead to variations in skin color."
Ο όρος "xanthophore" δεν εμφανίζεται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ειδικό πλαίσιο σχετικά με τη βιολογία και τη φυσιολογία των ζώων.
"Η επίδραση του ξανθοφόρου στην απόκρυψη είναι προφανής σε πολλά είδη."
"Xanthophores facilitate the vibrant colors seen in tropical fish."
"Οι ξανθοφόροι διευκολύνουν τα ζωντανά χρώματα που παρατηρούνται σε τροπικά ψάρια."
"Understanding xanthophores helps in the research of animal adaptation."
Η λέξη "xanthophore" προέρχεται από τη συνένωση της ελληνικής λέξης "ξανθός" (xanthos), που σημαίνει κίτρινος ή χρυσός, και του "φορέας" (phore), που σημαίνει αυτός που φέρνει ή περιέχει.
Συνώνυμα: Χρωστικός φορέας, Κιτρινωπός χρωστικός
Αντώνυμα: Μελανόφος (melanophore), Ερυθρόφος (erythrophore)
Γενικά, οι ξανθοφόροι συνδυάζονται με άλλους τύπους χρωστικών φυσαλίδων για να δημιουργήσουν το πολύπλοκο χρυσό και κίτρινο χρώμα στα ζώα.