Substantive (ουσιαστικό).
/xɛrəʊˈfɪli/
Η "xerophily" αναφέρεται στην ικανότητα ορισμένων οργανισμών, συνήθως φυτών, να επιβιώνουν και να ευδοκιμούν σε ξηρές ή ημι-ξηρές συνθήκες. Αυτή η διαδικασία περιλαμβάνει προσαρμογές όπως μειωμένη απώλεια νερού και ικανότητες αποθήκευσης υγρασίας.
Χρήση στην γλώσσα Αγγλικά: Χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά και βιολογικά πλαίσια, ιδιαίτερα σε κλάδους όπως η οικολογία και η βιολογία των φυτών.
Συχνότητα χρήσης: Λιγότερο συχνή στη καθημερινή ομιλία, κυρίως εμφανίζεται σε γραπτό λόγο και επιστημονικά κείμενα.
"Ορισμένες ερήμοι είναι πλούσιες σε ειδή που έχουν προσαρμοστεί στην ξηροφιλία και ευδοκιμούν σε ξηρές συνθήκες."
"Research on xerophily helps in understanding how plants cope with drought."
"Η έρευνα που σχετίζεται με την ξηροφιλία βοηθά στην κατανόηση του τρόπου με τον οποίο τα φυτά αντιμετωπίζουν την ξηρασία."
"Xerophily is essential for the survival of many endemic flora in dry climates."
Η λέξη "xerophily" δεν χρησιμοποιείται σε ευρέως γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να προστεθεί σε σχετικές προτάσεις στους τομείς της οικολογίας και της βοτανολογίας:
"Η έννοια της ξηροφιλίας είναι κρίσιμη για το σχεδιασμό κήπων ανθεκτικών στην ξηρασία."
"Understanding xerophily can lead to better agricultural practices in arid regions."
"Η κατανόηση της ξηροφιλίας μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερες αγροτικές πρακτικές σε ξηρές περιοχές."
"Xerophily provides insights into plant evolution under extreme conditions."
Η λέξη "xerophily" προέρχεται από το ελληνικό "xero-" (ξηρός) και το "philia" (αγάπη ή προτίμηση). Συνεπώς, υποδηλώνει την "αγάπη για την ξηρασία".
Αυτή είναι μια συνολική παρουσίαση της λέξης "xerophily" με τις πολλές πτυχές της που αφορούν τη σημασία, τη χρήση, τις παραδείγματα, τις ρίζες της και τις σχέσεις με άλλες λέξεις.