Όρος: xylophage
Μέρος του λόγου: ρήμα
Φωνητική μεταγραφή: /ˈzaɪləˌf eɪdʒ/
Ο όρος "xylophage" αναφέρεται σε οργανισμούς, όπως έντομα ή μύκητες, που τρέφονται κυρίως με ξύλο. Συνήθως, η πολύ σπάνια χρήση του παρατηρείται σε επιστημονικά ή βιολογικά κείμενα και λιγότερο στον καθημερινό λόγο. Χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο σε γραπτό πλαίσιο.
The xylophage species played a significant role in the decomposition of trees.
(Το είδος ξυλόφαγος έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αποσύνθεση των δέντρων.)
Research indicates that xylophage insects can be detrimental to wooden structures.
(Η έρευνα δείχνει ότι τα ξυλόφαγα έντομα μπορεί να είναι επιβλαβή για ξύλινες κατασκευές.)
Many xylophage organisms thrive in decaying wood environments.
(Πολλά ξυλόφαγα οργανισμοί ακμάζουν σε περιβάλλοντα αποσυντεθειμένου ξύλου.)
Ο όρος "xylophage" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο είναι ενδιαφέρον να αναφέρουμε ότι σχετίζεται με τις διαδικασίες αποσύνθεσης και τη βιόσφαιρα.
"In nature, the cycle of life includes xylophage organisms that help recycle nutrients."
(Στη φύση, ο κύκλος της ζωής περιλαμβάνει ξυλόφαγους οργανισμούς που βοηθούν στην ανακύκλωση θρεπτικών συστατικών.)
"Without xylophage creatures, our forests would become overwhelmed with dead trees."
(Χωρίς ξυλόφαγα πλάσματα, τα δάση μας θα γίνονταν γεμάτα από νεκρά δέντρα.)
"Xylophage fungi are essential in breaking down wood and returning nutrients to the soil."
(Οι ξυλόφαγοι μύκητες είναι απαραίτητοι για την αποσύνθεση του ξύλου και την επιστροφή θρεπτικών στοιχείων στο έδαφος.)
Ο όρος "xylophage" προέρχεται από τα ελληνικά "ξύλον" (ξύλο) και "φαγείν" (να τρώει).
Συνώνυμα:
- Wood-eater
- Wood feeder
Αντώνυμα:
- Herbivore (βοσκός) - που τρέφεται με φυτά.
- Carnivore (σαρκοφάγος) - που τρέφεται με κρέας.