Η φράση "yet more" λειτουργεί ως μια σταθερή έκφραση και σχηματίζεται από την αντωνυμία "yet" και το επίθετο "more". Συνολικά, χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει την προσθήκη ενός επιπλέον στοιχείου ή ποσότητας.
/fɛt mɔr/
Η φράση "yet more" χρησιμοποιείται για να περιγράψει πρόσθετα στοιχεία ή πληροφορίες που προστίθενται σε κάτι που έχει ήδη αναφερθεί. Είναι συνηθισμένη και στις προφορικές και γραπτές μορφές της αγγλικής γλώσσας, αν και μπορεί να είναι πιο διαδεδομένη σε γραπτά συμφραζόμενα, όπως σε άρθρα ή δοκίμια.
There are yet more challenges to overcome in this project.
(Υπάρχουν ακόμα περισσότερες προκλήσεις που πρέπει να ξεπεραστούν σε αυτό το έργο.)
If you think this is confusing, there are yet more details that you need to know.
(Αν νομίζεις ότι αυτό είναι μπερδεμένο, υπάρχουν ακόμα περισσότερες λεπτομέρειες που πρέπει να ξέρεις.)
Η φράση "yet more" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που συνδέονται με την έννοια της ενασχόλησης ή προσθήκης επιπλέον στοιχείων.
Yet more surprises await us in the meeting.
(Ακόμα περισσότερες εκπλήξεις μας περιμένουν στη συνάντηση.)
There's yet more to learn if you dig deeper into the subject.
(Υπάρχουν ακόμα περισσότερα να μάθεις αν εμβαθύνεις στο θέμα.)
With yet more options available, choosing the right product can be overwhelming.
(Με ακόμα περισσότερες επιλογές διαθέσιμες, το να επιλέξεις το σωστό προϊόν μπορεί να είναι συντριπτικό.)
As the festival approached, yet more artists confirmed their participation.
(Καθώς πλησίαζε το φεστιβάλ, ακόμα περισσότεροι καλλιτέχνες επιβεβαίωσαν τη συμμετοχή τους.)
The report revealed yet more evidence supporting the theory.
(Η αναφορά αποκάλυψε ακόμα περισσότερα στοιχεία που υποστηρίζουν τη θεωρία.)
Η λέξη "yet" προέρχεται από την παλαιά αγγλική "geat," που σημαίνει "μέχρι αυτό το σημείο," και έχει διατηρήσει την έννοιά της μέσω των αιώνων. Η λέξη "more" προέρχεται από την παλαιά αγγλική "māra," που σημαίνει "περισσότερο."
Συνώνυμα: - even more (ακόμα περισσότερο) - additional (πρόσθετο)
Αντώνυμα: - less (λιγότερο) - fewer (λιγότερες)