Η λέξη "yok" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /joʊk/
Στα Αγγλικά, “yok” σημαίνει "καμία" ή "τίποτα." Είναι μια άτυπη ή διαλεκτική λέξη που χρησιμοποιείται για να δηλώσει την απουσία κάτι ή την έλλειψη σημασίας. Χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικό λόγο και σε καθημερινές συνομιλίες, αλλά σπανίως θα τη δείτε σε γραπτό κείμενο.
Συχνότητα Χρήσης: Η λέξη “yok” είναι σχετικά σπάνια και δεν είναι ευρέως αναγνωρίσιμη σε όλους τους ομιλητές της αγγλικής γλώσσας.
"Δεν έχω καμία ιδέα για το τι συνέβη."
"There were yok responses to the proposal."
"Δεν υπήρξαν καμιά απάντηση στην πρόταση."
"She realized she had yok time left to finish."
Η λέξη "yok" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί σε πιο άτυπες εκφράσεις. Εδώ είναι μερικές προτάσεις:
"Δεν έχει κανένα ενδιαφέρον για το έργο."
"After the meeting, I felt yok enthusiasm."
"Μετά τη συνάντηση, αισθάνθηκα καμία ενθουσιασμό."
"There was yok reason for the delay."
Η λέξη "yok" προέρχεται από το Τουρκικό "yok", που σημαίνει "δεν υπάρχει" ή "τίποτα." Η χρήση αυτής της λέξης ενδέχεται να έχει διαδοθεί μέσω πολιτιστικών ανταλλαγών και διαλέκτων.
Αυτές είναι οι λεπτομέρειες σχετικά με τη λέξη "yok".