Investigaciones: Ουσιαστικό (πληθυντικός).
[ins.ti.ɣe.ɾaˈθjo.nes]
Η λέξη investigaciones χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να αναφερθεί σε διαδικασίες μελέτης ή έρευνας σε διάφορους τομείς, όπως επιστήμη, κοινωνικές επιστήμες, νομολογία κ.α. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή σε ακαδημαϊκά και επιστημονικά περιβάλλοντα, ενώ μπορεί επίσης να συναντηθεί και στον προφορικό λόγο.
Οι έρευνες για τη ρύπανση έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια.
Las investigaciones realizadas por el equipo fueron muy detalladas.
Οι έρευνες που πραγματοποιήθηκαν από την ομάδα ήταν πολύ λεπτομερείς.
Las investigaciones en genética están revolucionando la medicina.
Αν και η λέξη investigaciones δεν έχει πολλές ειδικές ιδιωματικές εκφράσεις, χρησιμοποιείται συχνά σε φυσιολογικές φράσεις που αποτυπώνουν την ερευνητική διαδικασία.
Είναι απαραίτητο να ερευνήσουμε εις βάθος το θέμα πριν από τη δημοσίευση.
No hay investigaciones concluyentes:
Δεν υπάρχουν καταληκτικές έρευνες για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
La investigación es clave:
Η λέξη investigación προέρχεται από το λατινικό "investigatio", που σημαίνει "έρευνα" ή "διαπίστωση". Το ιταλικό και το γαλλικό "investiguer" έχουν παρόμοια σημασία.
Συνώνυμα: - Estudio - Análisis - Indagación
Αντώνυμα: - Suposición - Ignorancia - Desinterés