PIB είναι ένα ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του PIB στην ισπανική γλώσσα είναι [piβ].
PIB μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ)
Το PIB (Producto Interno Bruto) αναφέρεται σε ένα οικονομικό δείκτη που μετρά την συνολική αξία των αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται εντός μιας χώρας σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Είναι κυρίως χρησιμοποιούμενο στη γλώσσα των οικονομικών και της πολιτικής. Η χρήση του PIB είναι πιο κοινή σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε οικονομικές αναφορές και άρθρα, αν και μπορεί επίσης να χρησιμοποιείται σε προφορικές συζητήσεις σχετικά με την οικονομία.
Το ΑΕΠ της χώρας έχει αυξηθεί κατά 3% φέτος.
Los economistas analizan el PIB para entender la salud económica de una nación.
Οι οικονομολόγοι αναλύουν το ΑΕΠ για να κατανοήσουν την οικονομική υγεία μιας χώρας.
Un aumento en el PIB normalmente indica un crecimiento económico.
Αν και το PIB δεν αποτελεί μέρος πολλών ιδιωματικών εκφράσεων, η χρήση του μέσα σε συγκεκριμένα πλαίσια κάνει την επικοινωνία πιο κατανοητή. Ακολουθούν μερικές εκφράσεις:
Το ΑΕΠ θεωρείται ένας βασικός δείκτης ανάπτυξης.
La comparación del PIB entre países ayuda a medir el progreso.
Η σύγκριση του ΑΕΠ μεταξύ χωρών βοηθά στην μέτρηση της προόδου.
Muchos países buscan aumentar su PIB a través de políticas fiscales.
Η προέλευση του όρου PIB είναι από τα Ισπανικά, όπου "Producto" σημαίνει προϊόν, "Interno" σημαίνει εσωτερικός, και "Bruto" σημαίνει ακαθάριστο. Συνδυάζει αυτές τις έννοιες για να περιγράψει την αξία των αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται εντός ενός κράτους.
Συνώνυμα: - Producto Interno Bruto (PIB) - Aportación Económica
Αντώνυμα: - Déficit (έλλειμμα) - Recesión (ύφεση)