Το "rol" είναι ουσιαστικό.
[rol]
Η λέξη "rol" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη θέση ή την κατάσταση ενός ατόμου ή μιας οντότητας σε οποιοδήποτε πλαίσιο, όπως κοινωνικό, επαγγελματικό ή θεατρικό. Στα Ισπανικά, η χρήση της είναι κοινή και συχνά χρησιμοποιείται σε ποικίλα περιβάλλοντα. Η συχνότητα χρήσης του είναι αρκετά υψηλή και συναντάται περισσότερο στον προφορικό λόγο, αν και εμφανίζεται επίσης και σε γραπτά συμφραζόμενα.
Ella tiene un rol importante en el proyecto.
Εκείνη έχει έναν σημαντικό ρόλο στο έργο.
En la obra de teatro, su rol es el del villano.
Στην θεατρική παράσταση, ο ρόλος της είναι του κακού.
Η λέξη "rol" συναντάται σε πολλούς ιδιωματισμούς και εκφράσεις στα Ισπανικά, επισημαίνοντας διάφορες κοινωνικές και επαγγελματικές καταστάσεις.
Asumir un rol (Αναλαμβάνω έναν ρόλο)
Es importante asumir un rol en el equipo.
Είναι σημαντικό να αναλάβετε έναν ρόλο στην ομάδα.
Jugar un rol (Παίζω έναν ρόλο)
Cada miembro juega un rol en la organización.
Κάθε μέλος παίζει έναν ρόλο στην οργάνωση.
Romper el rol (Σπάω τον ρόλο)
A veces es necesario romper el rol asignado.
Μερικές φορές είναι απαραίτητο να σπάσουμε τον ρόλο που έχει ανατεθεί.
Definir un rol (Ορίζω έναν ρόλο)
Es esencial definir un rol claro para evitar confusiones.
Είναι απαραίτητο να ορίσουμε έναν σαφή ρόλο για να αποφύγουμε συγχύσεις.
Η λέξη "rol" έχει γαλλικές ρίζες, προερχόμενη από τη λέξη "rouleau", που σημαίνει "κύλινδρος". Στα γαλλικά, η έννοια παραπέμπει σε κάτι που κυλά ή κινείται, και η ιδέα της δομής ή της διαχείρισης του ρόλου αναπτύχθηκε μέσω του χρόνου.
Συνώνυμα:
- papel (χαρτί/ρόλος)
Αντώνυμα:
- inexistente (ανύπαρκτος)
- inepto (ανίκανος)