Η λέξη "tic" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή στην Ισπανική γλώσσα: [tik]
Η λέξη "tic" αναφέρεται σε μια ανεξέλεγκτη ή επαναλαμβανόμενη κίνηση ή ήχο, συχνά που σχετίζεται με το νευρικό σύστημα. Τα τικ συχνά παρατηρούνται σε άτομα με διαταραχές όπως το σύνδρομο Tourette, αλλά μπορεί επίσης να προκληθούν από άγχος ή άλλες ψυχικές καταστάσεις. Στα Ισπανικά, η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως στο σχήμα της ιατρικής ή ψυχολογίας, συχνά σε γραπτά κείμενα αλλά και στον προφορικό λόγο.
Το παιδί έχει ένα τικ στο μάτι.
Los tics pueden aparecer debido al estrés.
Τα τικ μπορεί να εμφανιστούν λόγω του άγχους.
Es importante consultar a un médico si se presentan tics persistentes.
Η λέξη "tic" δεν είναι ιδιαίτερα συχνή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί σε κάποιες περιπτώσεις που σχετίζονται με την ψυχική υγεία ή την κινητική συμπεριφορά.
Μην αφήσεις το τικ να σε ελέγχει.
Con el tiempo, aprendió a manejar su tic.
Με τον καιρό, έμαθε να διαχειρίζεται το τικ.
El tic puede ser un síntoma de ansiedad.
Το τικ μπορεί να είναι ένα σύμπτωμα άγχους.
Hacer ejercicios de relajación puede ayudar a reducir los tics.
Η λέξη "tic" προέρχεται από τη Γαλλική λέξη "tic", η οποία είναι πιθανώς εκδοχή του λατινικού "titicare" που σημαίνει "να τιτιβίζει" ή "να τσιμπά". Η χρήση της σε αναφορά σε νευρολογικές ή κινητικές διαταραχές χρονολογείται από τον 19ο αιώνα.
Συνώνυμα: - Movimiento involuntario (ακούσιος κίνηση)
Αντώνυμα: - Control (έλεγχος)