a cuenta - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

a cuenta (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η φράση "a cuenta" είναι μια πρόθεση ακολουθούμενη από ένα ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/a 'kwenta/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η φράση "a cuenta" χρησιμοποιείται συνήθως στο ισπανικό λεξιλόγιο σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένου του νόμου, αλλά και στην καθημερινή ζωή. Σημαίνει "σε λογαριασμό" ή "για λογαριασμό". Η συχνότητά της είναι υψηλή σε γραπτό και προφορικό λόγο, ιδίως σε οικονομικά και νομικά πλαίσια.

Παραδείγματα:

  1. El abogado dijo que todo lo relacionado con el caso se tenía que llevar a cuenta.
    (Ο δικηγόρος είπε ότι όλα όσα σχετίζονται με την υπόθεση πρέπει να καταχωρηθούν.)

  2. Necesitamos revisar los gastos a cuenta del último proyecto.
    (Πρέπει να αναθεωρήσουμε τα έξοδα για τον τελευταίο λογαριασμό του έργου.)

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η φράση "a cuenta" χρησιμοποιείται επίσης σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:

Παραδείγματα:

  1. A cuenta de - για λογαριασμό κάποιου/κάτι.
    El coche fue comprado a cuenta de la empresa.
    (Το αυτοκίνητο αγοράστηκε για λογαριασμό της εταιρείας.)

  2. Poner a cuenta - να σημειώσει ή να καταγράψει σε κάποιο λογαριασμό.
    El gerente decidió poner a cuenta el nuevo gasto del viaje.
    (Ο διευθυντής αποφάσισε να σημειώσει τη νέα δαπάνη του ταξιδιού.)

  3. Salirse de cuenta - να βγει εκτός λογαριασμού, δηλαδή να υπερβεί έναν προϋπολογισμό ή μια συμφωνία.
    El proyecto se salió de cuenta y necesitamos ajustar la financiación.
    (Το έργο ξεπέρασε τον προϋπολογισμό και χρειάζεται να προσαρμόσουμε τη χρηματοδότηση.)

Ετυμολογία

Η φράση "a cuenta" προέρχεται από την παλαιότερη μορφή της ισπανικής γλώσσας, όπου "cuenta" σημαίνει "λογαριασμός" και προέρχεται από το λατινικό "computare," που σημαίνει "να υπολογίσω."

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - a cargo - a cuenta

Αντώνυμα: - a coste (σε κόστος) - sin cuenta (χωρίς λογαριασμό)



23-07-2024