Η φράση "a cuenta" είναι μια πρόθεση ακολουθούμενη από ένα ουσιαστικό.
/a 'kwenta/
Η φράση "a cuenta" χρησιμοποιείται συνήθως στο ισπανικό λεξιλόγιο σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένου του νόμου, αλλά και στην καθημερινή ζωή. Σημαίνει "σε λογαριασμό" ή "για λογαριασμό". Η συχνότητά της είναι υψηλή σε γραπτό και προφορικό λόγο, ιδίως σε οικονομικά και νομικά πλαίσια.
El abogado dijo que todo lo relacionado con el caso se tenía que llevar a cuenta.
(Ο δικηγόρος είπε ότι όλα όσα σχετίζονται με την υπόθεση πρέπει να καταχωρηθούν.)
Necesitamos revisar los gastos a cuenta del último proyecto.
(Πρέπει να αναθεωρήσουμε τα έξοδα για τον τελευταίο λογαριασμό του έργου.)
Η φράση "a cuenta" χρησιμοποιείται επίσης σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
A cuenta de - για λογαριασμό κάποιου/κάτι.
El coche fue comprado a cuenta de la empresa.
(Το αυτοκίνητο αγοράστηκε για λογαριασμό της εταιρείας.)
Poner a cuenta - να σημειώσει ή να καταγράψει σε κάποιο λογαριασμό.
El gerente decidió poner a cuenta el nuevo gasto del viaje.
(Ο διευθυντής αποφάσισε να σημειώσει τη νέα δαπάνη του ταξιδιού.)
Salirse de cuenta - να βγει εκτός λογαριασμού, δηλαδή να υπερβεί έναν προϋπολογισμό ή μια συμφωνία.
El proyecto se salió de cuenta y necesitamos ajustar la financiación.
(Το έργο ξεπέρασε τον προϋπολογισμό και χρειάζεται να προσαρμόσουμε τη χρηματοδότηση.)
Η φράση "a cuenta" προέρχεται από την παλαιότερη μορφή της ισπανικής γλώσσας, όπου "cuenta" σημαίνει "λογαριασμός" και προέρχεται από το λατινικό "computare," που σημαίνει "να υπολογίσω."
Συνώνυμα: - a cargo - a cuenta
Αντώνυμα: - a coste (σε κόστος) - sin cuenta (χωρίς λογαριασμό)