Η φράση "a cuerpo" αποτελείται από δύο λέξεις: τον προσδιορισμό "a" (πρόθεση) και το ουσιαστικό "cuerpo" (σώμα).
/a ˈkweɾpo/
Η φράση "a cuerpo" συνήθως χρησιμοποιείται για να δηλώσει μία κατάσταση γενικής επαφής ή άμεσης σχέσης με κάτι. Στα Ισπανικά, χρησιμοποιείται περισσότερο σε προφορικό λόγο και σε περιβάλλοντα που απαιτούν γρήγορη και απλή επικοινωνία.
Voy a cuerpo en la piscina.
(Πηγαίνω στο σώμα στην πισίνα.)
Ella se siente a cuerpo con su familia.
(Αυτή νιώθει σε σώμα με την οικογένειά της.)
Η φράση "a cuerpo" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Vive a cuerpo de rey en su nueva casa.
(Ζει με το σώμα ενός βασιλιά στο νέο του σπίτι.)
A cuerpo descubierto
(Με το σώμα εκτεθειμένο)
Εννοεί να αντιμετωπίζεις την αλήθεια ή την πραγματικότητα χωρίς προσχήματα.
Lo contó a cuerpo descubierto, sin esconder nada.
(Το είπε με το σώμα εκτεθειμένο, χωρίς να κρύβει τίποτα.)
Estar a cuerpo de guardia
(Να είσαι σε σώμα φρουρού)
Σημαίνει να είσαι έτοιμος για δράση ή για να υπερασπιστείς κάτι.
Η λέξη "cuerpo" προέρχεται από το λατινικό "corpus", που σημαίνει "σώμα".
"cuerpo humano" (ανθρώπινο σώμα)
Αντώνυμα: