Η φράση "a decir verdad" είναι μια ιδιωματική έκφραση που χρησιμοποιείται ως σύνδεσμος ή εισαγωγική φράση.
/a deˈθiɾ βeɾˈðað/ (σπαστικός ήχος, λιγότερο τυπική προφορά: /a deˈsir βeˈɾðað/ στην Λατινική Αμερική)
Η φράση "a decir verdad" χρησιμοποιείται συχνά για να εισαγάγει μια δήλωση που συμβάλλει στην ειλικρίνεια ή τη διαφάνεια του λόγου. Χρησιμοποιείται για να προετοιμάσει τον ακροατή για μια ειλικρινή, ορθή ή πιθανώς κριτική δήλωση. Είναι συνηθισμένη και στον προφορικό και στο γραπτό λόγο, αν και έχει μια προτιμησιακή χρήση σε γραπτές ή πιο επίσημες καταστάσεις.
"A decir verdad, no me gusta mucho la música clásica."
"Για να πω την αλήθεια, δεν μου αρέσει πολύ η κλασική μουσική."
"A decir verdad, creo que deberíamos hacer una pausa."
"Για να πω την αλήθεια, πιστεύω ότι θα πρέπει να κάνουμε μια παύση."
"A decir verdad, me sorprendió su reacción."
"Για να πω την αλήθεια, με εξέπληξε η αντίδρασή του."
Η φράση "a decir verdad" είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, που συνδέονται με την ειλικρίνεια και την αμεσότητα. Ακολουθούν μερικές ιδιωματικές προτάσεις που την περιλαμβάνουν:
"A decir verdad, no sé qué hacer con este problema."
"Για να πω την αλήθεια, δεν ξέρω τι να κάνω με αυτό το πρόβλημα."
"Siempre digo la verdad, así que a decir verdad, no debería sorprenderte."
"Πάντα λέω την αλήθεια, οπότε για να πω την αλήθεια, δεν θα έπρεπε να σε εκπλήσσει."
"A decir verdad, me siento un poco perdido en esta conversación."
"Για να πω την αλήθεια, νιώθω λίγο χαμένος σε αυτή τη συζήτηση."
"A decir verdad, no esperaba tanto apoyo de ti."
"Για να πω την αλήθεια, δεν περίμενα τόση υποστήριξη από σένα."
Η φράση "a decir verdad" προέρχεται από την ισπανική γλώσσα και στηρίζεται στις λέξεις "decir" (να πω) και "verdad" (αλήθεια). Είναι μια τυπική δομή που χρησιμοποιείται για να εισαγάγει ειλικρινείς δηλώσεις.
Συνώνυμα:
- francamente (ειλικρινά)
- sinceramente (αμερόληπτα)
Αντώνυμα:
- a mentir (να ψεύδομαι)
- deshonestamente (ανέντιμα)