Μέρος του λόγου: Επίρρημα
Φωνητική μεταγραφή: a ðisˈɣusto
Μετάφραση στα Ελληνικά: αηδιασμένος
Σημασία/Χρήση: Η λέξη "a disgusto" στα Ισπανικά χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος έχει αηδία ή δυσαρέσκεια για κάτι.
Συχνότητα χρήσης: Η έκφραση "a disgusto" χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Παραδειγματικές προτάσεις: 1. Se comió las verduras a disgusto. (Έφαγε τα λαχανικά με αηδία.) 2. Limpió la habitación a disgusto. (Καθάρισε το δωμάτιο με δυσαρέσκεια.)
Ιδιωματικές εκφράσεις: 1. Tomar algo a disgusto: να παίρνει κάτι με δυσαρέσκεια. 2. Hacer algo a disgusto: να κάνει κάποιος κάτι με δυσαρέσκεια. 3. Estar a disgusto: να είναι κάποιος αταίριαστος ή αχαριστούμενος.
Ετυμολογία: Η λέξη "a disgusto" προέρχεται από τα Λατινικά "disgustus", που σημαίνει αηδία ή αηδίαση.
Συνώνυμα: con desagrado, con repugnancia
Αντώνυμα: con agrado, con gusto