Η φράση "a distancia" λειτουργεί ως προθετική φράση.
/a disˈtanθja/
Η φράση "a distancia" σημαίνει "από απόσταση" ή "σε απόσταση" και χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάτι που συμβαίνει ή υπάρχει μακριά από το σημείο αναφοράς ή το άτομο που μιλά. Χρησιμοποιείται με συχνότητα και στα δύο πλαίσια, αλλά συναντάται περισσότερο στον προφορικό λόγο.
El maestro enseña a distancia.
(Ο δάσκαλος διδάσκει από απόσταση.)
Vimos la ciudad a distancia.
(Είδαμε την πόλη από απόσταση.)
Η φράση "a distancia" μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
A distancia de un clic.
(Από απόσταση ενός κλικ.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι εύκολα προσβάσιμο μέσω διαδικτύου.
Amor a distancia.
(Αγάπη από απόσταση.)
Αναφέρεται σε σχέσεις όπου οι σύντροφοι βρίσκονται σε διαφορετικές τοποθεσίες.
Trabajar a distancia.
(Να εργάζεσαι από απόσταση.)
Αναφέρεται στην εργασία που γίνεται εξ αποστάσεως, συχνά μέσω διαδικτύου.
Η φράση "a distancia" προέρχεται από την ισπανική λέξη "distancia," που η ρίζα της είναι από το λατινικό "distantia," που σημαίνει "απόσταση" ή "διαφορετικότητα."
Συνώνυμα: - Lejanía (μακρινότητα) - Separación (χωρισμός)
Αντώνυμα: - Cercanía (γύρω) - Proximidad (κοντινότητα)