Κατηγορία: Ρήμα (infinitivo) / Ουσιαστικό (fuga)
Φωνητική μεταγραφή (Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο): - a escape: [a esˈkape] - fuga: [ˈfuɣa]
Η λέξη "escape" (σε μορφή "escape" ως ρήμα) χρησιμοποιείται για να δηλώσει την πράξη της απόδρασης ή της απελευθέρωσης από μια κατάσταση ή χώρο. Ιδιαίτερα, δε, το "fuga" αναφέρεται σε περιστάσεις όπου κάποιος ή κάτι αποδρά από έναν περιορισμένο χώρο.
Η λέξη "escape" μπορεί να εμφανίζεται συχνά σε συζητήσεις γύρω από τη θητεία του εγκλήματος, τον κινηματογράφο (π.χ. ταινίες δράσης) ή ακόμα και σε καθημερινές καταστάσεις που σχετίζονται με το να αποφεύγει κανείς κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο, αλλά επανειλημμένα θα τη συναντήσουμε και στο γραπτό κείμενο, ειδικά σε λογοτεχνία ή νέα.
Voy a buscar una forma de a escape.
Θα ψάξω έναν τρόπο για απόδραση.
La fuga del prisionero fue un gran escándalo.
Η απόδραση του φυλακισμένου ήταν ένα μεγάλο σκάνδαλο.
Necesitamos planear a escape antes de que sea tarde.
Πρέπει να σχεδιάσουμε την απόδραση πριν να είναι αργά.
Estar en el escape.
Βρίσκομαι στην απόδραση.
(Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος είναι σε κατάσταση άμυνας ή είναι έτοιμος να απομακρυνθεί από μια θέση.)
Ser un escape.
Είναι μια απόδραση.
(Η φράση αναφέρεται σε κάτι που προσφέρει ανακούφιση ή χαλάρωση από την καθημερινότητα.)
Hacer un escape.
Κάνω μια απόδραση.
(Γίνεται αναφορά στην ενέργεια να φύγει κάποιος από την ρουτίνα του, για να χαλαρώσει ή να παραλείψει ευθύνες.)
Poner la fuga.
Βάζω την απόδραση.
(Αυτή η έκφραση ενδέχεται να χρησιμοποιείται σε συμφραζόμενα που αφορούν σχεδιασμένες και λογικές αποφάσεις για να απομακρυνθεί κάποιος από μια κατάσταση.)
Η λέξη "escape" προέρχεται από το λατινικό "excapere", που σημαίνει "να ξεφύγω από" και ορίζεται με βάση τη ρίζα "capere" που σημαίνει "να πιάνω ή να λαμβάνω".
Συνώνυμα: - Fuga - Liberación
Αντώνυμα: - Captura (σύλληψη) - Prisión (φυλακή)