Η φράση "a granel" είναι μια προθετική φράση που χρησιμοποιείται που να σημαίνει "χονδρικά" ή "σε μεγάλες ποσότητες".
/a ɡɾaˈnel/
Η φράση "a granel" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να περιγράψει προϊόντα ή αγαθά που πωλούνται ή διανέμονται χωρίς να είναι συσκευασμένα, συνήθως σε μεγάλες ποσότητες. Χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συχνή σε καθημερινές συνομιλίες και αγοραστικές διαδικασίες, ιδιαίτερα σε καταστήματα τροφίμων.
Παραδείγματα:
Τα προϊόντα χονδρικά είναι πιο οικονομικά.
En el mercado, puedes comprar frutas y verduras a granel.
Στην αγορά, μπορείς να αγοράσεις φρούτα και λαχανικά σε μεγάλες ποσότητες.
Prefiero comprar granos a granel para reducir el desperdicio de envases.
Η φράση "a granel" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και συζητήσεις:
Η αγορά χονδρικά είναι μια καλή επιλογή για να εξοικονομήσεις χρήματα.
Los ingredientes a granel suelen ser más frescos.
Τα συστατικά χονδρικά συνήθως είναι πιο φρέσκα.
Los cereales a granel son ideales para desayunar.
Τα δημητριακά χονδρικά είναι ιδανικά για πρωινό.
En la tienda venden café a granel.
Στο κατάστημα πωλούν καφέ χονδρικά.
Me gusta comprar legumbres a granel porque así elijo la cantidad.
Η φράση "a granel" προέρχεται από το ισπανικό "granel", που σημαίνει "μεγάλη ποσότητα" και σχετίζεται με το ρήμα "granear", το οποίο σημαίνει "να είναι σε σπόρους ή κόκκους".
Συνώνυμα: - a granel (χονδρικά) - sin empaquetar (χωρίς συσκευασία)
Αντώνυμα: - envasado (συσκευασμένο) - en porciones (σε μερίδες)