a granel - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

a granel (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η φράση "a granel" είναι μια προθετική φράση που χρησιμοποιείται που να σημαίνει "χονδρικά" ή "σε μεγάλες ποσότητες".

Φωνητική μεταγραφή

/a ɡɾaˈnel/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η φράση "a granel" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να περιγράψει προϊόντα ή αγαθά που πωλούνται ή διανέμονται χωρίς να είναι συσκευασμένα, συνήθως σε μεγάλες ποσότητες. Χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συχνή σε καθημερινές συνομιλίες και αγοραστικές διαδικασίες, ιδιαίτερα σε καταστήματα τροφίμων.

Παραδείγματα:

  1. Los productos a granel son más económicos.
  2. Τα προϊόντα χονδρικά είναι πιο οικονομικά.

  3. En el mercado, puedes comprar frutas y verduras a granel.

  4. Στην αγορά, μπορείς να αγοράσεις φρούτα και λαχανικά σε μεγάλες ποσότητες.

  5. Prefiero comprar granos a granel para reducir el desperdicio de envases.

  6. Προτιμώ να αγοράζω δημητριακά χονδρικά για να μειώσω την σπατάλη συσκευασιών.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η φράση "a granel" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και συζητήσεις:

  1. Comprar a granel es una buena opción para ahorrar dinero.
  2. Η αγορά χονδρικά είναι μια καλή επιλογή για να εξοικονομήσεις χρήματα.

  3. Los ingredientes a granel suelen ser más frescos.

  4. Τα συστατικά χονδρικά συνήθως είναι πιο φρέσκα.

  5. Los cereales a granel son ideales para desayunar.

  6. Τα δημητριακά χονδρικά είναι ιδανικά για πρωινό.

  7. En la tienda venden café a granel.

  8. Στο κατάστημα πωλούν καφέ χονδρικά.

  9. Me gusta comprar legumbres a granel porque así elijo la cantidad.

  10. Μου αρέσει να αγοράζω όσπρια χονδρικά γιατί έτσι επιλέγω την ποσότητα.

Ετυμολογία

Η φράση "a granel" προέρχεται από το ισπανικό "granel", που σημαίνει "μεγάλη ποσότητα" και σχετίζεται με το ρήμα "granear", το οποίο σημαίνει "να είναι σε σπόρους ή κόκκους".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - a granel (χονδρικά) - sin empaquetar (χωρίς συσκευασία)

Αντώνυμα: - envasado (συσκευασμένο) - en porciones (σε μερίδες)



23-07-2024