Η φράση "a la par" είναι μια προθετική φράση.
/a la paɾ/
Η φράση "a la par" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να δηλώσει ότι δύο ή περισσότερα πράγματα συμβαδίζουν ή προχωρούν ταυτόχρονα. Χρησιμοποιείται ευρέως σε διάφορα συμφραζόμενα, συμπεριλαμβανομένων της οικονομίας, του εμπορίου και της κοινωνίας. Η συχνότητά της είναι αρκετά υψηλή και μπορεί να βρεθεί και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συχνή στον γραπτό.
Οι τιμές και οι μισθοί πρέπει να αυξάνονται παράλληλα.
El desarrollo económico y el bienestar social deben avanzar a la par.
Η οικονομική ανάπτυξη και η κοινωνική ευημερία πρέπει να προχωρούν ταυτόχρονα.
La investigación y el desarrollo en tecnología deben ir a la par.
Η φράση "a la par" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
Ένα έργο που προχωρά παράλληλα με τη βιωσιμότητα.
La educación y la capacitación deben ir a la par en la empresa.
Η εκπαίδευση και η κατάρτιση πρέπει να πηγαίνουν παράλληλα στην επιχείρηση.
El crecimiento personal y profesional deben desarrollarse a la par.
Η προσωπική και επαγγελματική ανάπτυξη πρέπει να αναπτύσσονται ταυτόχρονα.
Es esencial que la innovación y la ética vayan a la par.
Η φράση "a la par" προέρχεται από την ισπανική γλώσσα, όπου "a" σημαίνει "σε" ή "κατά", "la" είναι το άρθρο "η", και "par" σημαίνει "παράλληλος" ή "ίσως". Συνολικά, μπορεί να μεταφραστεί ως "σε παράλληλη γραμμή".