"a la vez" είναι μια φράση (πολυλέκτικη έκφραση) που λειτουργεί σαν επιρρηματικός προσδιορισμός στον λόγο.
/ a la βes /
Η έκφραση "a la vez" χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι δύο ή περισσότερες ενέργειες ή καταστάσεις συμβαίνουν ταυτόχρονα ή συγχρόνως. Χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με μάλλον αυξημένη συχνότητα στον προφορικό λόγο.
Hablamos y reímos a la vez.
(Μιλάμε και γελάμε ταυτόχρονα.)
Ella estudia y trabaja a la vez.
(Αυτή σπουδάζει και εργάζεται συγχρόνως.)
Η φράση "a la vez" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
No se puede estar en dos lugares a la vez.
(Δεν μπορείς να βρίσκεσαι σε δύο μέρη ταυτόχρονα.)
Tengo que añadir que, a la vez, tengo otra cita para la misma hora.
(Πρέπει να προσθέσω ότι, ταυτόχρονα, έχω ένα άλλο ραντεβού για την ίδια ώρα.)
Ella lo hizo todo a la vez, como si tuviera superpoderes.
(Αυτή τα έκανε όλα ταυτόχρονα, σαν να είχε υπερδυνάμεις.)
Podemos ver la película y comer a la vez.
(Μπορούμε να δούμε την ταινία και να φάμε ταυτόχρονα.)
Η φράση "a la vez" προέρχεται από το ισπανικό "vez," που σημαίνει "φορά" και το "a," που αποτελεί πρόθεση και σημαίνει "σε." Μαζί, δηλώνουν την έννοια της ταυτόχρονης έκφρασης.
Συνώνυμα: - simultáneamente (ταυτόχρονα) - al mismo tiempo (την ίδια στιγμή)
Αντώνυμα: - por separado (ξεχωριστά) - sucesivamente (διαδοχικά)