Η φράση "a largo plazo" είναι μια προθετική φράση που χρησιμοποιείται κυρίως στην οικονομία και το δίκαιο.
/a ˈlaɾɣo ˈplazo/
Η φράση "a largo plazo" αναφέρεται σε χρονικό διάστημα που εκτείνεται σε μεγάλο χρονικό διάστημα, συχνά σε αναφορές σε οικονομικά σχέδια, στρατηγικές ή νομικές υποχρεώσεις. Χρησιμοποιείται κυρίως στον γραπτό λόγο, όπως σε οικονομικές αναλύσεις και νομικά κείμενα, αλλά ενδέχεται να απαντηθεί και στον προφορικό λόγο, ιδίως σε επαγγελματικά περιβάλλοντα.
Οι μακροπρόθεσμες επενδύσεις συνήθως προσφέρουν μεγαλύτερες αποδόσεις.
Es importante evaluar las consecuencias a largo plazo de nuestras decisiones.
Είναι σημαντικό να εκτιμήσουμε τις μακροπρόθεσμες συνέπειες των αποφάσεών μας.
El contrato debe contemplar las obligaciones a largo plazo entre las partes.
Η φράση "a largo plazo" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Ο μακροπρόθεσμος προγραμματισμός είναι κλειδί για την επιτυχία.
Las políticas a largo plazo ayudan a estabilizar la economía.
Οι μακροπρόθεσμες πολιτικές βοηθούν στην εξομάλυνση της οικονομίας.
Un enfoque a largo plazo es esencial en la gestión de recursos.
Μια μακροπρόθεσμη προσέγγιση είναι απαραίτητη στη διαχείριση πόρων.
Las decisiones a corto plazo pueden afectar el crecimiento a largo plazo.
Οι βραχυπρόθεσμες αποφάσεις μπορούν να επηρεάσουν την ανάπτυξη μακροπρόθεσμα.
La estrategia de inversión debe ser a largo plazo para maximizar beneficios.
Η φράση "a largo plazo" προέρχεται από την Ισπανική γλώσσα, όπου "largo" σημαίνει "μακρύς" και "plazo" σημαίνει "χρονικός ορίζοντας" ή "προθεσμία". Αυτές οι δύο λέξεις μαζί δηλώνουν ένα χρονικό διάστημα που είναι εκτενές.
Συνώνυμα: - a largo término (σε μακροχρόνιο ορίζοντα) - a largo alcance (σε μακρύ εύρος)
Αντώνυμα: - a corto plazo (σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα) - a corto término (σε βραχυχρόνιο ορίζοντα)