Φράση επιρρηματική – "a menudo" είναι μια φράση που λειτουργεί ως επιρρηματικό προσδιοριστικό συχνότητας.
/a meˈnðo/
Η φράση "a menudo" χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι συμβαίνει συχνά ή τακτικά. Είναι μια συχνά χρησιμοποιούμενη έκφραση και βρίσκει εφαρμογή σε καθημερινές συνομιλίες, καθώς και σε γραπτό λόγο. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, αλλά είναι και πολύ διαδεδομένη σε γραπτές εκθέσεις και κείμενα.
Voy al cine a menudo.
(Πηγαίνω στον κινηματογράφο συχνά.)
A menudo estudia en la biblioteca.
(Συχνά διαβάζει στη βιβλιοθήκη.)
Comemos pizza a menudo los viernes.
(Τρώμε πίτσα συχνά τις Παρασκευές.)
Η φράση "a menudo" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και συνήθως συσχετίζεται με άλλες λέξεις που προσδιορίζουν συχνότητα ή χρονικές καταστάσεις:
A menudo me encuentro con amigos en el parque.
(Συχνά συναντιέμαι με φίλους στο πάρκο.)
Ella se queja a menudo de su trabajo.
(Αυτή παραπονιέται συχνά για τη δουλειά της.)
A menudo dice que va a viajar.
(Συχνά λέει ότι θα ταξιδέψει.)
Es a menudo necesario hacer cambios.
(Είναι συχνά απαραίτητο να γίνονται αλλαγές.)
Nos vemos a menudo durante el verano.
(Βλεπόμαστε συχνά κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.)
Η φράση "a menudo" προέρχεται από τον λατινικό όρο "ad" (με, προς) και "manu" (χέρι), που αρχικά υποδήλωνε σιγά-σιγά ή σταδιακά. Στην Ισπανική γλώσσα, μετασχηματίστηκε για να σημαίνει "συχνά".