Φράση: "a pie"
Μέρος του λόγου: Προθετική φράση
Διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /a ˈpje/
Η φράση "a pie" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να δηλώσει τον τρόπο μετακίνησης κάποιου, δηλαδή ότι κάποιος κινείται ή ταξιδεύει με τα πόδια. Είναι μια κοινή έκφραση και συναντάται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή, ακόμα περισσότερο στον προφορικό λόγο.
Voy a ir a pie al trabajo.
(Θα πάω με τα πόδια στη δουλειά.)
Ella prefiere viajar a pie en lugar de en autobús.
(Αυτή προτιμά να ταξιδεύει με τα πόδια αντί για το λεωφορείο.)
Es saludable caminar a pie todos los días.
(Είναι υγιεινό να περπατάς με τα πόδια κάθε μέρα.)
Η φράση "a pie" χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Ir a pie
(να πας με τα πόδια)
Όπως: "Prefiero ir a pie que tomar un taxi."
(Προτιμώ να πάω με τα πόδια παρά να πάρω ταξί.)
Caminar a pie
(να περπατήσεις με τα πόδια)
Όπως: "Caminar a pie es una buena forma de ejercicio."
(Το περπάτημα με τα πόδια είναι μια καλή μορφή άσκησης.)
Estar a pie
(να είσαι όρθιος/σε κατάσταση αναμονής)
Όπως: "Estuve a pie en la estación durante una hora."
(Ήμουν όρθιος στη στάση για μια ώρα.)
Andar a pie
(να προχωράς με τα πόδια)
Όπως: "Andar a pie por la ciudad es una forma maravillosa de conocerla."
(Το να προχωράς με τα πόδια στην πόλη είναι ένας υπέροχος τρόπος να την γνωρίσεις.)
Η φράση "a pie" προέρχεται από την ισπανική γλώσσα, όπου "a" σημαίνει "με" και "pie" σημαίνει "πόδι". Έτσι συνδυάζονται για να περιγράψουν την ενέργεια της κίνησης με τα πόδια.
Συνώνυμα: - caminando (περπατώντας)
Αντώνυμα: - en coche (με αυτοκίνητο) - en autobús (με λεωφορείο)