Η φράση "a rastra" χρησιμοποιείται ως επίρρημα στη σύγχρονη ισπανική γλώσσα.
/a ˈras.tɾa/
Η φράση "a rastra" έχει συνήθως την έννοια του να διαθέτει ή να μεταφέρει κάτι σε μεγάλη ποσότητα μαζί, συνήθως με μία ένδειξη ακαταστασίας ή έλλειψης φροντίδας. Χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο.
Los niños llegaron a rastra a casa después de jugar todo el día.
(Τα παιδιά ήρθαν με το τσουβάλι σπίτι μετά από όλη την ημέρα παιχνιδιού.)
Trajo a rastra todos sus libros viejos al mercado de pulgas.
(Έφερε σε μεγάλη ποσότητα όλα τα παλιά του βιβλία στην αγορά παλαιοπωλείων.)
Η φράση "a rastra" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις.
Hacer las cosas a rastra es un mal hábito.
(Το να κάνεις τα πράγματα με τσαπατσουλιά είναι κακή συνήθεια.)
La casa estaba a rastra después de la fiesta.
(Το σπίτι ήταν σε ακαταστασία μετά το πάρτι.)
Él siempre llega a rastra a sus reuniones.
(Αυτός πάντα φτάνει με το τσουβάλι στις συναντήσεις του.)
Compró frutas a rastra en el mercado.
(Αγόρασε φρούτα σε μεγάλη ποσότητα στην αγορά.)
No me gusta trabajar a rastra, prefiero ser organizado.
(Δεν μου αρέσει να εργάζομαι ακατάστατα, προτιμώ να είμαι οργανωμένος.)
Η λέξη "rastra" προέρχεται από τη λατινική λέξη "raster", που σήμαινε "σκούπα" ή "εργαλείο για τη συλλογή", φέρνοντας σε επίγνωση την έννοια της συλλογής ή μεταφοράς.