a secas - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

a secas (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η φράση "a secas" λειτουργεί ως επιρρηματική έκφραση.

Φωνητική μεταγραφή

/a se'kas/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η φράση "a secas" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να δηλώσει κάτι που γίνεται ή συμβαίνει χωρίς προσθήκες ή συμπληρώματα. Συχνά χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια καθαρή ή απλή κατάσταση, συνήθως σε προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και σε γραπτό πλαίσιο.

Συχνότητα χρήσης

Η φράση "a secas" είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, ωστόσο οι ισπανόφωνοι τη χρησιμοποιούν και σε γράμματα ή κείμενα που περιέχουν πιο οικείες ή ανεπίσημες καταστάσεις.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. "Me gusta el café a secas."
  2. "Μ' αρέσει ο καφές απλά."

  3. "Preferiría hablar a secas, sin rodeos."

  4. "Θα προτιμούσα να μιλήσω απλά, χωρίς περιστροφές."

  5. "El trato fue a secas, sin compromisos."

  6. "Η συμφωνία ήταν απλή, χωρίς επιπλέον δεσμεύσεις."

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η φράση "a secas" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που δείχνουν την απλότητα ή την καθαρότητα της κατάστασης. Ακολουθούν μερικές τέτοιες εκφράσεις:

  1. "Dijo la verdad a secas."
  2. "Είπε την αλήθεια απλά."

  3. "Lo quiero a secas, sin más."

  4. "Το θέλω απλά, χωρίς τίποτα άλλο."

  5. "Fue todo a secas, sin adornos."

  6. "Ήταν όλα απλά, χωρίς στολίδια."

  7. "No me gustan las excusas, prefiero la verdad a secas."

  8. "Δεν μ' αρέσουν οι δικαιολογίες, προτιμώ την αλήθεια απλά."

  9. "Su estilo es a secas, pero efectivo."

  10. "Το στυλ του είναι απλό, αλλά αποτελεσματικό."

Ετυμολογία

Η φράση "a secas" προέρχεται από τον ισπανικό όρο "seco", που σημαίνει "ξηρός" ή "άδειος". Η χρήση του "a" πριν από το "secas" υποδηλώνει αυτή την ιδέα της απλότητας ή της έλλειψης προσθέτων, εκφράζοντας την έννοια του "μόνο" ή "καθόλου".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - "simplemente" (απλά) - "sin adición" (χωρίς προσθήκες)

Αντώνυμα: - "complejo" (πολύπλοκο) - "adornado" (στολισμένο)



23-07-2024