Η φράση "a solas" είναι μια προθετική φράση, που χρησιμοποιείται ως έκφραση.
/a ˈso.las/
Η φράση "a solas" σημαίνει "μόνος" ή "μόνη" και χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ότι κάποιος βρίσκεται μόνος του ή ότι κάνει κάτι χωρίς την παρουσία άλλων. Χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο και αναφέρεται σε καταστάσεις όπου κάποιος επιλέγει να είναι μόνος, είτε για να σκεφτεί είτε για να απολαύσει τη μοναξιά.
Θέλω να είμαι μόνος για λίγο.
Ella prefiere hablar a solas con su amigo.
Αυτή προτιμά να μιλήσει μόνη με τον φίλο της.
A veces, es bueno estar a solas con tus pensamientos.
Η φράση "a solas" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε περισσότερες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε προτάσεις που υποδεικνύουν την ανάγκη για μοναξιά ή ιδιωτικότητα.
Πέρασα το απόγευμα μόνος, σκεφτόμενος ό,τι έχει συμβεί.
A solas con tu conciencia, ¿qué harías?
Μόνος με τη συνείδησή σου, τι θα έκανες;
Elige un lugar tranquilo donde puedas estar a solas.
Διάλεξε ένα ήσυχο μέρος όπου μπορείς να είσαι μόνος.
A veces, estar a solas es la mejor manera de encontrarse a uno mismo.
Μερικές φορές, να είσαι μόνος είναι ο καλύτερος τρόπος να ανακαλύψεις τον εαυτό σου.
Deja que la gente tenga su tiempo a solas.
Η φράση "a solas" προέρχεται από τα ισπανικά "sola" (μόνη) και "solo" (μόνος), και έχει τις ρίζες της στη Λατινική λέξη "solus", που σημαίνει "μόνος". Η σύνθεσή της υποδηλώνει την κατάσταση της μοναξιάς.
Συνώνυμα: - solo (μόνος) - sola (μόνη) - aislamiento (μόνωση)
Αντώνυμα: - acompañado (συνοδευμένος) - en compañía (σε παρέα) - juntos (μαζί)