Η φράση "a tiempo" είναι μια προσδιοριστική φράση που λειτουργεί κυρίως ως επιρρηματική φράση.
/a ˈtjempo/
Η φράση "a tiempo" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να δηλώσει την έννοια του ότι κάτι έγινε ή συνέβη εγκαίρως, στην κατάλληλη στιγμή ή σύμφωνα με ένα προγραμματισμένο χρονικό πλαίσιο. Χρησιμοποιείται και στο γραπτό και στον προφορικό λόγο, με μια ελαφρώς μεγαλύτερη συχνότητα στον προφορικό λόγο.
Llegué a tiempo a la reunión.
(Έφτασα έγκαιρα στη συνάντηση.)
Es importante entregar el proyecto a tiempo.
(Είναι σημαντικό να παραδώσετε το έργο στην ώρα του.)
Si no llegamos a tiempo, perderemos el tren.
(Αν δεν φτάσουμε στην ώρα μας, θα χάσουμε το τρένο.)
Η φράση "a tiempo" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και μπορεί να ενσωματωθεί σε διαφορετικά συμφραζόμενα:
Hacer algo a tiempo
(Να κάνεις κάτι εγκαίρως)
Es fundamental hacer los deberes a tiempo para no tener problemas.
(Είναι ζωτικής σημασίας να κάνεις τα καθήκοντά σου έγκαιρα για να μην έχεις προβλήματα.)
Estar a tiempo
(Να είσαι εγκαίρως)
Si llegas a tiempo, podremos ver la película juntos.
(Αν φτάσεις εγκαίρως, θα μπορέσουμε να δούμε την ταινία μαζί.)
A tiempo y forma
(Έγκαιρα και σωστά)
La entrega del trabajo tiene que ser a tiempo y forma para ser aceptada.
(Η παράδοση της εργασίας πρέπει να είναι έγκαιρα και σωστά για να γίνει αποδεκτή.)
No estar a tiempo
(Να μην είσαι εγκαίρως)
Si no estás a tiempo, perderás la oportunidad.
(Αν δεν είσαι έγκαιρα, θα χάσεις την ευκαιρία.)
Η φράση "a tiempo" προέρχεται από τη σύνθεση της προθέσεως "a" (στο/σε) και του ουσιαστικού "tiempo" (χρόνος). Χρησιμοποιείται σε πολλές γλώσσες για να εκφράσει τη σημασία της χρονικής ακριβότητας.